Δευτέρα 30 Οκτωβρίου 2017

Ξόδεμα


Είναι ατέλειωτες οι νύχτες στις ψυχές μας.
...
Είναι επικίνδυνα στον κόσμο αυτό σου λέω. 
Είναι επικίνδυνα, φωνάζω...Μα εσύ δε μ'ακούς...
Πόσες φορές πρέπει να στο πω; Πόσες φορές ακόμα για να το καταλάβεις;
Μας έχουν στήσει στον τοίχο και απλά περιμένουμε.
Μας σημαδεύουν μα δεν πυροβολούν.
Παίζουν μαζί μας...
Παίζουν μαζί μας μαζοχιστικά.
Να! Τώρα! Από λεπτό σε λεπτό θα έρθουν πάλι!
Ώρα να φύγουμε, σου λέω. Πάμε.
Μα μην αργείς απόψε. Μην αργείς!
Το φεγγάρι πάλι κρύφτηκε πίσω από τα σύννεφα.
Το βλέπεις;
Ακούς τον ήχο;
Ακούς τα βήματα τους;
Έρχονται σου λέω, έρχονται! Πάμε να φύγουμε, πάμε γρήγορα!
Τι; Κι αν πάλι δεν πυροβολήσουν;
Εγώ σου λέω ότι μπορεί. Ναι, αυτή τη φορά θα το κάνουν!
Πέρασε η ώρα. Τα βήματα τους απομακρύνονται. Είχες δίκιο τελικά. Δεν το έκαναν ούτε σήμερα.
Πάλι δείλιασαν...
Μα ναι, ολοφάνερα! Είναι δειλοί!
Βέβαια και συμφωνούμε.
Ο φόβος μου; Μα για ποιο φόβο μου μιλάς; Ποιος φόβος αλήθεια;
Τι είναι αυτά που λες τώρα;
Μόνο που να!
Ανησυχώ λιγάκι...
Όμως όχι, όχι! Δε φοβάμαι...Απλά ανησυχώ...
Γιατί; 
Μα το ρωτάς;
Κι αν το φεγγάρι ξαναφανεί; 
Αν ξεγελάσει για λίγο τα σύννεφα και εμφανιστεί εμπρός μας;
Όμως τώρα σου λέω πως δεν πειράζει.
Τώρα ναι, στ' αλήθεια δεν πειράζει.
Κι ας είναι ατέλειωτες οι νύχτες στις ψυχές μας.
Θα το ζήσουμε κι αυτό.

Σάββατο 28 Οκτωβρίου 2017

Αναστεναγμοί


Πνιγμένες ανάσες που κάναμε πως δεν καταλάβαμε.
Μισόλογα που ειπώθηκαν μέσα στη σιωπή.
Στο σκοτάδι ξαφνικά έλαμψε ένα φως.
Αναστεναγμοί.
Αναστεναγμοί που νιώσαμε βαθιά μες τις ψυχές μας.
Κι ένα γιατί που αιωρείται ακόμα πάνω από τα κεφάλια μας.
Ρόδες που γυρίζουν χωρίς πουθενά να σταματούν.
Λόγια ακούσια που μοιάζουν με χάδι.
Σκαλιά λερωμένα από τη βρώμα της πόλης.
Καθόμαστε πάνω τους.
Και οι ανάσες μας γίνονται κοφτές.
Χαμόγελα που χάραξαν το νου μας σαν ξυράφια.
Το αίμα που στάζει μοιάζει με τον ουρανό.
Αναστεναγμοί που ακούστηκαν εδώ και εκεί.
Μυριάδες ανάσες που πνίγηκαν σε αναφιλητά.
Και δάκρυα αλμυρά 
αντί για έναν αναστεναγμό.
Ας είναι.

Τρεις λέξεις


Τρεις λέξεις.
Γρήγορα θα 'ρθει πάλι η αυγή και τ'όνειρο θα σβήσει.
Τρεις λέξεις.
Είναι και το αύριο μωρέ που το φοβάμαι. Είναι και εκείνες οι στιγμές που διαλύεται το είναι μου.
Να τώρα πάλι.
Δεν άκουσες τον ήχο των κρυστάλλων που θρυμματίζονται;
Τρεις λέξεις.
Κι είναι και ο φόβος μου μωρέ. Είναι τα ραγισμένα μέσα μου που φοβάμαι μήπως σπάσουν.
Τρεις λέξεις.
Κι ύστερα
σιωπή
...

Φωτογραφία: Dimitris Antonellos

Παρασκευή 27 Οκτωβρίου 2017

Η νύχτα που γεννήθηκε το σκότος


Η ιστορία του Χανς και της Σάρα

Ήταν τότε που γεννήθηκε το σκότος...

Ο ήλιος ανέτειλε πάνω από το Βερολίνο. Ο Χανς σηκώθηκε όπως κάθε πρωί να πάει στη δουλειά του. Ήταν μια παγερή νύχτα του Νοέμβρη. Αφού ντύθηκε καλά, βγήκε από το σπίτι. Η παγωνιά χτύπησε αμέσως τα μάγουλα του. Ανέπνεε τον καθαρό, παγωμένο αέρα μα μέσα του κρυβόταν μια αδιόρατη ανησυχία. Δεν ήξερε γιατί, δεν ήξερε το λόγο. Αποφάσισε να μη δώσει σημασία και κατευθύνθηκε προς τη στάση του λεωφορείου. Στην ώρα του, όπως πάντα, το μεταφορικό μέσο ήταν εκεί για να τον πάει στη δουλειά του.

Ο Χανς δούλευε σε μια μικρή βιοτεχνία παπουτσιών τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Μετά την αλλαγή του πολιτεύματος είχε καταφέρει και αυτός να βρει μια δουλειά έπειτα από αρκετούς μήνες που είχε περάσει ως άνεργος και που στεκόταν στην ουρά του συσσιτίου για μια σούπα ή ένα καρβέλι ψωμί. Ο νέος ηγέτης της χώρας είχε υποσχεθεί πολλά και αρκετά από αυτά τα είχε ήδη κάνει πράξη, δίνοντας δουλειά σε εκατομμύρια συμπατριώτες του,βάζοντας τους να εργαστούν σε μεγαλεπήβολα δημόσια έργα. Ο Χανς δεν έβλεπε με καλό μάτι τις υποσχέσεις του νέου ισχυρότερου άνδρα της χώρας όμως δεν μπορούσε να κάνει και τίποτα μπροστά στον φρενήρη ενθουσιασμό που είχε καταλάβει τους συμπολίτες του.

Τον τελευταίο καιρό μάλιστα, παρατηρούσε και μια μεταστροφή στην συμπεριφορά του Βόλφγκαν, του εργοδότη του. "Μετά τον πόλεμο και την καταστροφή, ένας νέος άνθρωπος είχε έρθει να δώσει ξανά όραμα στον τόπο, να εμπνεύσει ξανά τα ιδανικά μας, να ξαναστήσει τη χώρα στα πόδια της", συνήθιζε να του λέει. Ναι, ο Βόλφγκαν ήταν πράγματι χαρούμενος με την εξέλιξη αυτή. Η δουλειά πήγαινε καλά, οι πωλήσεις αυξάνονταν και κάποιος νοιαζόταν επιτέλους για τον απλό πολίτη.

Στη δουλειά του Χανς δούλευε και η Σάρα η γυναίκα του. Η Σάρα έπρεπε να βρίσκεται πιο νωρίς εκεί γιατί είχε διαφορετικό ωράριο, επομένως όσα δεν προλάβαιναν να συζητήσουν το πρωί τα συζητούσαν με τα μάτια κατά τη διάρκεια της εργασίας τους. 

Η Σάρα λάτρευε τον Χανς και εκείνος το ίδιο. Κάθε φορά που τον έβλεπε κάτι φτερούγιζε μέσα της. θυμόταν ακόμα πόσο γλυκά την είχε προσεγγίσει, τον έρωτα που καθρεφτιζόταν στα μάτια του και το πάθος στο πρώτο τους φιλί σε ένα παγκάκι. Ένας έρωτας ξαφνικός και παθιασμένος που δεν είχε πάψει να υπάρχει μέχρι και τη στιγμή εκείνη.

Όμως ήταν τότε που γεννήθηκε το σκότος...

Η αρχή έγινε όταν ο Βόλφγκαν άλλαξε τη συμπεριφορά του απέναντι στη Χάνα. Ποτέ δεν της συμπεριφερόταν ιδιαίτερα καλά βέβαια, όμως το τελευταίο διάστημα το κακό είχε παραγίνει. Την κατηγορούσε συνεχώς για όλα, της χρέωνε επιπλέον εργασίες χωρίς αμοιβή και την ανάγκαζε πολλές φορές να μένει παραπάνω στη δουλειά χωρίς έστω να την επιβραβεύει. Και μέσα σε όλα αυτά της συμπεριφερόταν και άσχημα μιλώντας της απότομα ή πολλές φορές βρίζοντας την. Η Σάρα τα κατάπινε όλα, αφού είχε ανάγκη τη δουλειά. Το ίδιο και ο Χανς που ήταν παρών τις περισσότερες φορές. Πολλές φορές σκεφτόταν πως η μεταστροφή της συμπεριφοράς του εργοδότη τους οφειλόταν στις νέες ιδέες που πρέσβευε η καινούρια εξουσία. Πως άνθρωποι άλλων φυλών ή θρησκευμάτων ήταν κατώτεροι από εκείνους και πως θα έπρεπε να τους συμπεριφέρονται σαν  να είναι ζώα. Ο Χανς δεν μπορούσε να τα κατανοήσει όλα αυτά, δεν χωρούσαν στη λογική του. Διαπίστωνε όμως πως μεγάλο μέρος των συμπατριωτών του, ασπαζόταν τις απόψεις αυτές. Και αυτό τον έθλιβε, γιατί αγαπούσε πραγματικά τη Σάρα και δεν άντεχε να βλέπει να της συμπεριφέρονται έτσι άνθρωποι που μέχρι χτες ήταν δίπλα τους.

Μα ήταν τότε που γεννήθηκε το σκότος...

Η αρχή έγινε όταν ο Βόλφγκαν απέλυσε τη Σάρα. Η αιτιολογία ήταν ότι περίσσευε καθώς υπήρχαν πολλοί συμπολίτες του που του ζητούσαν δουλειά, ενώ αυτός είχε στη θέση τους μια ξένη. Το βράδυ εκείνης της ημέρας ο Χανς πήρε τρυφερά στην αγκαλιά του τη Σάρα και έπνιξε βουβά τα δάκρυα του στον ώμο της. Εκείνη παρέμενε ακλόνητη, βράχος. "Θα περάσει κι αυτό", του έλεγε. Δεν πέρασε ποτέ όμως. Αντιθέτως υπήρξε και συνέχεια. Λίγο καιρό μετά την απόλυση της Σάρα, ήταν η σειρά του Χανς. Ο λόγος; Δεν εντασσόταν στο κόμμα που κυβερνούσε τον τόπο.. Και σύμφωνα με τις νέες ιδέες που πλανιόνταν πάνω από τη χώρα, όλοι θα έπρεπε να είναι μέλη του μοναδικού κόμματος που είχε παραμείνει νόμιμο. Όποιος δεν ακολουθούσε τη μάζα, έβγαινε από το κουτί και γινόταν δακτυλοδεικτούμενος. Πόσο μάλλον ο Χανς που ήταν και παντρεμένος με μια ξένη...

Το μεγαλύτερο πλήγμα όμως δεν ήταν η ανεργία. Ήταν ένας νέος, εξωφρενικός νόμος που όριζε πως όσοι ήταν παντρεμένοι με ξένους ή με ξένες από μια συγκεκριμένη φυλή θα έπρεπε να χωρίσουν.

Και τότε ήταν που γεννήθηκε το σκότος...

Ο Χανς αρνήθηκε να υπακούσει στο νόμο.Αρνήθηκε να σκύψει το κεφάλι και να αποχωριστεί την αγάπη του, να αφήσει ό,τι πολυτιμότερο είχε να φύγει από τα χέρια του. Δεν μπορούσε να κατανοήσει τον τόσο παραλογισμό, δεν μπορούσε να καταλάβει που ήταν το κακό που ήταν παντρεμένος με μια ξένη. Και ακριβώς επειδή δεν το καταλάβαινε, ακριβώς επειδή η αγάπη του για τη Σάρα ήταν βαθιά και ειλικρινής, ένα ξημέρωμα που ο ήλιος δεν ανέτειλε ποτέ χτύπησε το κουδούνι του σπιτιού τους.

Με συνοπτικές διαδικασίες τα όργανα της εξουσίας, σήκωσαν από το κρεββάτι τον Χανς και τη Σάρα. Χωρίς ούτε να τους αφήσουν να πάρουν τα υπάρχοντα τους, τους έβαλαν σε ένα φορτηγό και τους πήγαν στο σιδηροδρομικό σταθμό. Ο Χανς κοιτούσε τη γυναίκα του στα μάτια ενώ εκείνη του έλεγε πως πρέπει να τη χωρίσει. "Μα τώρα θα σε χωρίσω;" της απαντούσε. "Τώρα που θα πάμε επιτέλους ένα ταξίδι οι δύο μας;" της έλεγε με ένα γλυκόπικρο χαμόγελο.

Το τραίνο είχε ξεκινήσει αφήνοντας λευκό καπνό στον βαρύ και μαυρισμένο βερολινέζικο ουρανό. Όταν έφτασαν στον προορισμό τους και πέρασαν την πύλη της νέας τους κατοικίας ο Χανς έπιασε το χέρι της Σάρα. Την κοίταξε βαθιά στα μάτια και της είπε πόσο την αγαπούσε. Ύστερα βρέθηκε στο πάτωμα αιμόφυρτος από το χτύπημα ενός οργάνου της εξουσίας. Αυτός ήταν χειρότερος από τη Σάρα. Γιατί αυτός ήταν ο "δικός τους" που τους πρόδιδε για την ξένη. Ήταν αυτός που τους πρόδιδε για την αγάπη.

Το σκοτάδι είχε απλωθεί πάνω από το Βερολίνο. Το σκοτάδι είχε απλωθεί πάνω από την Ευρώπη και τον κόσμο ολόκληρο. Και μια τέτοια νύχτα, λίγο πριν ο ήλιος προσπαθήσει να φωτίσει την πλάση, ο Χανς και η Σάρα βρέθηκαν γυμνοί και αγκαλιασμένοι σε ένα μικρό δωμάτιο μαζί με πολλούς άλλους που ήταν απλά κάτι διαφορετικό από την πλειοψηφία στον τόπο.

Εκείνη την ημέρα ο ήλιος δεν ανέτειλε ποτέ. Και καθώς νέα τρένα έφταναν αφήνοντας και αυτά λευκό καπνό στον μαύρο ουρανό, η ανάσες του Χανς και της Σάρα ενώθηκαν σε ένα τελευταίο φιλί λίγο πριν εξαφανιστούν για πάντα, λίγο πριν αφήσουν το δικό τους φως, το φως της αγάπης τους να λάμψει μέσα στο μίσος. Λίγο πριν φωτίσουν τον σκοτεινό ουρανό και γίνουν άυλες υποστάσεις που πορεύτηκαν μαζί, αγκαλιασμένες στη ζωή και στο θάνατο.

Εκείνη την ημέρα ο ήλιος δεν ανέτειλε. Κράτησε τις αχτίδες του κλειστές και υποκλίθηκε στην αγάπη.

Ήταν η νύχτα που γεννήθηκε το σκότος. Λίγο ακόμα ήθελε και θα ξημέρωνε...

Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Κεφάλαιο 3: Η έρημος


"Όρθιοι και μόνοι μες στη φοβερή ερημία του πλήθους"

Μανόλης Αναγνωστάκης - "Μιλώ"

"Αυτό που κάνει την έρημο όμορφη είναι ότι κάπου κρύβει ένα πηγάδι"

Antoine Saint-Exupery

Τη μεγαλύτερη ερημιά τη βιώνει κανείς μες'την ψυχή του. Και λυπάμαι όποιον την έζησε, όσο λυπάμαι και όποιον δεν την έζησε. Γιατί μέσα από αυτή την ερημιά ξαναγεννήθηκε, ξαναβρήκε τον εαυτό και το είναι του και έγινε πιο δυνατός. Μα είναι το τίμημα υψηλό που πληρώνει κανείς, όταν την ερημιά βιώνει. Όταν καταφέρνει να έρθει αντιμέτωπος με τα σκοτάδια της ψυχής του...

Βρισκόμουν μια φορά σε ένα βουνό σε μια μακρινή έρημη χώρα που τ' όνομα της κανείς δε γνωρίζει. Εκεί συνάντησα κάποιους βοσκούς που το βλέμμα τους δεν θύμιζε τίποτα το ανθρώπινο. Είχαν δημιουργήσει μια μικρή κοινότητα όπου ο καθένας συμβίωνε με τον άλλο, χωρίς να μιλάνε μεταξύ τους. Για οτιδήποτε χρειαζόταν να συνεννοηθούν μιλούσαν με τα μάτια. Στην παράξενη αυτή ομάδα των βοσκών βρισκόταν και μια γυναίκα. Ήταν μυστηριώδης και ήταν η μόνη η οποία μιλούσε στους υπόλοιπους. Την πλησίασα και τη ρώτησα να μου πει το λόγο της σιωπής των άλλων βοσκών.

"Όταν μιλούν τα μάτια, δε χρειάζονται τα λόγια", μου είπε.

Αναρωτήθηκα τότε γιατί εκείνη μιλάει και δεν ακολουθεί τους υπολοίπους. Μου ζήτησε να περιμένω μέχρι το βράδυ όταν και θα μαζεύονταν όλοι γύρω από τη φωτιά για να ζεσταθούν και τότε θα μου έλεγε μια ιστορία που θα εξηγούσε τα πάντα. Έτσι και έγινε και ήρθε το βράδυ. Πράγματι όλοι οι βοσκοί βρίσκονταν γύρω από τη φωτιά και η γυναίκα μίλαγε στον καθένα ξεχωριστά σε μια γλώσσα ακατανόητη σε εμένα που πάντως οι βοσκοί έδειχναν να καταλαβαίνουν. Ξαφνικά με κοίταξε βαθιά στα μάτια και μου απηύθυνε το λόγο:

"Ξένε άνθρωπε, εδώ που ήρθες πρέπει να ξεχάσεις όσα ξέρεις. Ό,τι και αν δεις ό,τι και αν αισθανθείς είναι πέρα από το καλό και το κακό, πέρα από το ανθρώπινο και το ζωώδες, πέρα από τη λογική και το παράλογο. Όμως είναι πέρα για πέρα αληθινό... 

Θα σου διηγηθώ λοιπόν μια ιστορία. Πολλά χρόνια πριν, ίσως να ήταν και αιώνες περιπλανιόμουν στη ζωή μέσα στην πόλη, έχοντας τη δουλειά το σπίτι μου και τα υπάρχοντα μου. Ώσπου μια μέρα αποφάσισα πως όλα αυτά δεν με εξέφραζαν και έτσι τα παράτησα όλα και άρχισα να ταξιδεύω. Γύρισα πολλά μέρη, λιμάνια, δάση, λίμνες ποτάμια και βουνά. Ένα όμως από αυτά με σημάδεψε για πάντα και άλλαξε τη ζωή μου. Η έρημος. 

Όταν την πρωτοείδα εντυπωσιάστηκα με την γαλήνη και την απεραντοσύνη της. Εντυπωσιάστηκα τόσο που άρχισα να περπατάω μέσα της, να γίνομαι κόκκος από τους κόκκους της άμμου, και να χάνομαι σε ένα μέρος που δεν υπήρχε χώρος και χρόνος. Περιπλανήθηκα πολύ, γνώρισα όλους τους αμμόλοφους και συνομιλούσα με τους ανέμους. Ώσπου ένα βράδυ συνάντησα ένα πιγκουίνο.

Παραξενεύτηκα τόσο ώστε τον πλησίασα για να τον ρωτήσω τι γυρεύει ένας πιγκουίνος στην έρημο. Τότε εκείνος γύρισε και με κοίταξε και τα λόγια δεν μπόρεσαν να βγουν από το στόμα μου. Και όμως μιλούσαμε με τα μάτια. Ήταν κάτι το ιδιαίτερο αυτή η επικοινωνία, κάτι το μαγικό. Μεμιάς ξέχασα το παράλογο του πράγματος και άρχισα να ακούω την φωνή των ματιών του. Άρχισε λοιπόν να μου λέει μια παράξενη ιστορία. Πως ένα βράδυ που έπεσε να κοιμηθεί συνάντησε στον ύπνο του έναν άνθρωπο που ήθελε να τον προειδοποιήσει για το είδος του. Τότε ο πιγκουίνος τον ξενάγησε στον τόπο του και του έδωσε τη μαγική δύναμη του να αγαπά τα πάντα γύρω του. Μόλις όμως ξύπνησε, μετάνιωσε που δεν δέχτηκε τον άνθρωπο στον κόσμο του και τον έστειλε πίσω στο δικό του, γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν σαν τους άλλους που είχε γνωρίσει. Επιπλέον με τη δύναμη που του είχε δώσει, δε θα μπορούσε να επιβιώσει στον κόσμο των ανθρώπων. Και έτσι από εκείνη την ημέρα είχε ξεκινήσει το ταξίδι του προκειμένου να τον ξαναβρεί και να τον πάρει μαζί του στον παγωμένο, μα γεμάτο αγάπη κόσμο του.

Ύστερα με ρώτησε τι γύρευα εγώ εκεί και έτσι του είπα για τη ζωή μου στην πόλη και την περιπλάνηση μου στην έρημο. Τότε ο πιγκουίνος με κοίταξε με μια παράξενη λάμψη στα μάτια και με ρώτησε: " Ψάχνεις στην ερημιά της ψυχής σου να βρεις τον εαυτό σου;" Πριν προλάβω να απαντήσω καταφατικά, μου έγνεψε να τον ακολουθήσω. Μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου ο χώρος γύρω μας μεταβλήθηκε σε μια καταπράσινη όαση στη μέση της ερήμου με μια γαλήνια λίμνη στο μέσον της. Μιλώντας πάντα με τα μάτια του, ο πιγκουίνος μου είπε: "Θα βουτήξεις μέσα στη λίμνη και θα βρεθείς σε ένα μέρος μαγικό, εκεί που η μοναξιά δεν υπάρχει και που τα λόγια είναι περιττά γιατί μιλούν οι ψυχές των ανθρώπων μέσα από τα μάτια τους. Εκεί, θα περιμένεις όσο χρόνο χρειαστεί μέχρι να έρθει εκείνος που θα μιλά με λόγια. Τότε θα του πεις την ιστορία μας και θα κάτσεις μαζί με τους υπόλοιπους γύρω από τη φωτιά. Μέχρι τότε θα μπορείς να μιλάς με λόγια, από εκεί και έπειτα όμως τα λόγια θα είναι περιττά, γιατί θα μιλούν τα μάτια. Τότε θα έχεις βρει την γαλήνη στην ψυχή σου και αυτό που συνεχίζεις ακόμα να ψάχνεις. Τον εαυτό σου".

Η διήγηση της γυναίκας είχε τελειώσει και είχα μείνει αποσβολωμένος να την κοιτάζω. Τότε μου χαμογέλασε γλυκά και με κοίταξε βαθιά στα μάτια. Άνοιξε το στόμα της να πει κάτι, μα τα λόγια δεν βγήκαν ποτέ. Ένα χαμόγελο ευτυχίας και πληρότητας χάραξε τότε το πρόσωπο της. Είχε λυτρωθεί. Είχε επιτέλους βρει τον εαυτό της. Οι υπόλοιποι βοσκοί σηκώθηκαν την κράτησαν στα χέρια τους και μαζί χάθηκαν στο σκοτάδι αφήνοντας με μόνο μου να κοιτάζω την φωτιά που σιγόκαιγε. 

Άρχισα να σκέφτομαι την παράξενη κατάσταση που είχα μόλις βιώσει. Και τότε τον είδα. Με αργά σταθερά βήματα, μέσα από την ομίχλη, ο πιγκουίνος πλησίαζε προς το μέρος μου. Ήρθε και έκατσε αντίκρυ μου στη φωτιά. Με κοίταξε βαθιά μέσα στα μάτια και χωρίς να μιλάει μου είπε: "Είσαι έτοιμος;".

Ανείπωτα συναισθήματα ανάβλυσαν τότε από μέσα μου. Δυστυχώς όμως δεν μπορώ να σας διηγηθώ τη συνέχεια. Το μόνο που μπορώ να σας πω είναι πως βίωνα το παράλογο. Και είχε κάτι το μαγευτικό. Κυρίως γιατί είχα πληρώσει το τίμημα, είχα αναμετρηθεί με τα σκοτάδια μου και ήμουν έτοιμος πλέον, ήμουν δυνατός να ακολουθήσω τον πιγκουίνο στον τόπο του. Σε ένα τόπο όπου η έρημος που υπάρχει στις ψυχές των ανθρώπων χάνεται και οι ψυχρές καρδιές τους γίνονται φωτιά επιτρέποντας τους να είναι ερωτευμένοι με τα πάντα γύρω τους και να απολαμβάνουν την κάθε τους στιγμή... 

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017

Κεφάλαιο 2: Ο πιγκουίνος


" -Τί οὖν ἄν, ἔφην, εἴη ὁ Ἔρως; θνητός; 
-Δαίμων μέγας, ὦ Σώκρατες· καὶ γὰρ πᾶν τὸ δαιμόνιον μεταξύ ἐστι θεοῦ τε καὶ θνητοῦ"

Πλάτων "Συμπόσιον"

Λένε πως οι πιγκουίνοι είναι "ομάδα θαλάσσιων πτηνών που δεν μπορούν να πετάξουν". Ακόμα λένε πως ζουν τη μισή τους ζωή στη θάλασσα και τη μισή στη στεριά. Τέλος, δε φοβούνται λένε τους ανθρώπους...

Όλα αυτά τα λένε οι σοφοί και οι επιστήμονες. Ποιος όμως ξέρει στ' αλήθεια τι αισθάνεται ένας πιγκουίνος; Αυτό που είναι βέβαιο, είναι η ιδιαιτερότητα αυτού του πτηνού. Πτηνό που δεν μπορεί να πετάξει. Μισή ζωή στη θάλασσα και μισή στη στεριά. Ούτε μαύρο ούτε άσπρο δηλαδή. Ακριβώς όπως το χρώμα του... Τίποτα δεν είναι τυχαίο τελικά.

Αυτό που κάνει τη μεγαλύτερη εντύπωση όμως είναι ότι δείχνουν λέει να μη φοβούνται τους ανθρώπους. Γενναίο πτηνό ο πιγκουίνος λοιπόν. Δεν ξέρει την καταστροφή που έχει προκαλέσει το λάθος αυτό της φύσης που ονομάζεται άνθρωπος. Δεν ξέρει ότι στο διάβα του έχει καταστρέψει οτιδήποτε του στέκεται εμπόδιο στην απληστία του...

Χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου γι ακόμα μια φορά. Μέσα εκεί που αφήνουμε την πραγματικότητα και περνάμε στο όνειρο βρέθηκα σε ένα κόσμο μαγικό. Ήταν τέτοια η ομορφιά του που δεν μπορεί να περιγραφεί. Θα υποβαθμιζόταν και θα ήταν άδικο. Το μόνο που μπορώ να πω ήταν πως είδα μπροστά μου ένα πιγκουίνο. Με κοίταγε μέσα στα μάτια απορημένος. Τι έκανα εγώ εκεί; Τι δουλειά είχα να εισβάλλω στο βασίλειο του; Μέσα στην παγωμένη ησυχία του κόσμου του ήμουν ένας παρείσακτος. Έμεινα να τον κοιτάω κι εγώ καθώς τα λόγια είχαν σταθεί στο λαιμό μου. Ήθελα να μπορέσω να του μιλήσω, να του εκφράσω το θαυμασμό μου για το είδος του και μαζί να του αναφέρω πως θα πρέπει να φοβάται τους ανθρώπους και τη συμπόνια μου για το γεγονός ότι είναι ένα πτηνό που δεν μπορεί να πετάξει. Μα τότε μου μίλησε εκείνος. Δηλαδή όχι με λόγια ανθρώπινα, αλλά με τα μάτια του. Δεν ξέρω πως αλλά ήταν σαν να βρισκόμαστε σε μια άλλη διάσταση, σαν να έχουμε διαλύσει το χωροχρόνο και να είμαστε μόνο εγώ και εκείνος σε ένα κόσμο μαγικό και ονειρεμένο. Και επειδή στα όνειρα κάνεις ότι θέλεις, έτσι κι εμείς είχαμε ανοίξει ολόκληρη συζήτηση χωρίς να βγάλουμε ούτε μια λέξη, ούτε ένα κρώξιμο από τα χείλη μας.

Έτσι λοιπόν μου είπε. Μου μίλησε για όλη τη ζωή του, για τα παιδικά του χρόνια για το σχολείο που πήγαινε μαζί με άλλα πιγκουινάκια, για τον έρωτα του. Μου είπε για το μεγάλο ταξίδι που έκανε προκειμένου να κάνει παιδί και πως όλοι οι πιγκουίνοι είναι φίλοι μεταξύ τους και πως ναι, δεν φοβούνται τους ανθρώπους. Εγώ, όντας άνθρωπος, στάθηκα στο τελευταίο. Του ανέφερα πως κάνει λάθος και του έδωσα χιλιάδες παραδείγματα για να του αποδείξω το δίκιο μου. Και όμως με αντέκρουσε με μια του λέξη, αφοπλιστική: "Στερεότυπα". 

Επέμεινα, θέλοντας να προστατεύσω το είδος του και την ομορφιά του. Και τότε, με ήρεμο πάντα τρόπο,κοιτώντας με βαθιά στα μάτια άρχισε να μου εξηγεί:

"Αγαπητέ φίλε, δε με ενοχλεί τίποτα από όσα λένε ότι είμαι, πτηνό που δεν πετά, μισή ζωή στη στεριά, μισή στη θάλασσα και όλα τα υπόλοιπα. Και δε με ενοχλεί ξέρεις γιατί; Γιατί εδώ στον παγωμένο κόσμο μου, η καρδιά είναι ζεστή. Και αυτό που την κρατά ζεστή είναι ο έρωτας για τα πάντα. Από το παγωμένο σπίτι μου, μέχρι την ίδια τη ζωή. Χωρίς αυτό το πλεονέκτημα, δεν θα είχαμε επιβιώσει για τόσους αιώνες. Εσείς οι άνθρωποι είναι που θα πρέπει να φοβάστε. Γιατί παρά το γεγονός ότι δεν θα αντέχατε λεπτό στον κόσμο μου χωρίς ειδικό εξοπλισμό και ζείτε σε θερμά μέρη με όλες τις ανέσεις, οι καρδιές σας έχουν ψυχρανθεί τόσο που χάνετε το νόημα και τριγυρνάτε στη ζωή έρμαια της μοίρας και του καιρού, ανέραστοι, χωρίς να εκτιμάτε τα μικρά και όμορφα και χωρίς να ερωτεύεστε τίποτα πια αληθινά. Πνίγεστε στις ενοχές σας, και αυτές είναι που διαλύουν τα "θέλω" σας. Φοβάστε να ερωτευτείτε, να αγαπήσετε, να αισθανθείτε. Έτσι, δεν σας φοβάμαι γιατί ξέρω πως εγώ είμαι ο ευτυχισμένος ενώ εσείς βουλιάζετε στη δυστυχία σας..."

Τα λόγια αυτά του πιγκουίνου, εκφραζόμενα μέσα από τα μάτια του με συντάραξαν. Τότε του ζήτησα αν μπορεί να με πάρει μαζί του. Να με βάλει και εμένα να ζήσω στον κόσμο του και να μπορώ να είμαι και εγώ μέρος της κοινωνίας του. 

Φυσικά αρνήθηκε. Παρ΄όλα αυτά με πήρε μαζί του για να μου δείξει πως ζει μαζί με τα υπόλοιπα μέλη της ομάδας του και πως ο ένας βοηθάει τον άλλο και είναι όλοι τόσο χαρούμενοι και ευτυχισμένοι που δεν τους ενδιαφέρει τίποτα άλλο.

Δε μπορώ να μιλήσω και να σας πω τι είδα. Ήταν ο βασικός του όρος. Ότι δε θα πω τίποτα σε κανέναν. Και δε θα μπορούσα να τον προδώσω.

Η μόνη διαφορά είναι ότι όταν ξύπνησα ήμουν ερωτευμένος. Ερωτευμένος με τα πάντα γύρω μου, από τα πιο απλά μέχρι τα πιο σημαντικά. Μα πάνω από όλα αισθανόμουν ένα τέτοιο αίσθημα πληρότητας που μια γαλήνη είχε γεμίσει την ψυχή μου και ολόκληρο το είναι μου παλλόταν από μια απίστευτη ευτυχία. Η μόνη μου έγνοια όλη την ημέρα τότε, ήταν να έρθει η νύχτα, να κλείσω πάλι τα μάτια μου και να βρεθώ στον μαγικό κόσμο του πιγκουίνου. Τότε δεν ήξερα, δεν γνώριζα. Ποιος γνωρίζει το μέλλον εξάλλου; Σήμερα όμως ξέρω. Το έμαθα με το σκληρότερο τρόπο.

Και έτσι βρέθηκα στην έρημο... 

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Κεφάλαιο 1: Το παράλογο


"Εξυμνώ τον άνθρωπο μπροστά σ' εκείνο που τον συντρίβει και η ελευθέρια μου, η επανάσταση μου και το πάθος μου συγκεντρώνονται τότε σ' αυτή την ένταση, σ' αυτήν τη σκέψη και σ' αυτή την αμέτρητη επανάληψη. Ναι, ο άνθρωπος είναι το ίδιο του το τέλος. Κι αυτό είναι το μοναδικό του τέλος. Αν θέλει να είναι κάτι, είναι σ' αυτήν τη ζωή"

Αλμπέρ Καμύ "Ο μύθος του Σίσυφου"

Ήταν νύχτα μαγεμένη, ονειρική. Τα αστέρια έλαμπαν και είδα ξεκάθαρα ένα να πέφτει και να φωτίζει την πλάση. Ξεκάθαρα. Δροσερό αεράκι φύσαγε παίρνοντας μαζί του και τα όρια του νου. Ποιος γνωρίζει το μέλλον και ποιος ζει στο παρελθόν; 

"Μόνο το τώρα υπάρχει, μόνο το τώρα".

Έτσι μίλησε ο άνεμος μα η φωνή του δεν έφτασε στ' αυτιά μας. Έτσι μιλούσε και ο καιρός μας εμείς δεν ήμασταν έτοιμοι να τον δεχτούμε. Ερχόταν ο χειμώνας και νομίζαμε πως είναι ακόμα καλοκαίρι. Βλέπεις, ξεγελαστήκαμε από την ηλιοφάνεια. Το κρύο όμως φώλιαζε για τα καλά στις ψυχές μας. Και η ελπίδα, αυτή η καταδίκη του ανθρώπου, αυτό το συστατικό της επίπλαστης και εύθραυστης ευτυχίας μας να συνταιριάζει τον καιρό με την ψυχή μας, να καθορίζει τη σκέψη και την ενοχή μας. 

Μιλήσαμε για το εγώ και το εμείς. Μιλήσαμε μα κανείς δεν μας άκουσε. Σαν να ήμασταν η φωνή του ανέμου, σαν να ήμασταν ο καιρός. Κι έτσι μεσ' τον παραλογισμό της φύσης κατέληξαν δύο ξεραμένα φύλλα στην άκρη του πεζοδρομίου μια παραλλαγή των παραλλαγμένων παραλληλογράμμων της παράλληλης παραδοξολογίας  του νου μας. Που να φανταζόταν κανείς ότι τα τείχη που μας περιτριγύριζαν θα ορθώνονταν ξαφνικά ανάμεσα και μπροστά μας; Πώς να συνειδητοποιήσει κανείς τις λευκές επιταγές ονείρων που γίνονταν ξαφνικά μικρά κομμάτια λευκού χαρτιού ίσως άχρηστα για γράψιμο μα πάντα χρήσιμα για κάτι; Ποιος θα ήταν αυτός που θα επέβαλλε τους κανόνες και θα καθόριζε το χώρο και το χρόνο του παιχνιδιού;

Έχω ακούσει πως τα όρια του νου είναι ανυπέρβλητα. Πως μικροί νευρώνες μέσα στον εγκέφαλο μεταφέρουν πληροφορίες που καθορίζουν τα "μη", τα "πρέπει" και τα "θέλω" μας. Διάφορες ουσίες που εκκρίνονται εκρήγνυνται  μέσα στο μυαλό μας δημιουργώντας πληθώρα αντιθετικών παραγόντων που ξαφνικά συγκλίνουν και παίρνουν μορφή, σάρκα και οστά και δημιουργούν μια εικόνα στο μυαλό μας.

Και αυτή η εικόνα εκφράζεται με το λόγο, εκφράζεται με τις λέξεις. Η σκέψη αλλότρια προς εμάς γίνεται τότε δυνάστης που μας ορίζει. Γίνεται ένα εγώ, ένα υπερεγώ, ένας κριτής που βρίσκεται μέσα μας και  δικάζει συνεχώς κάθε λέξη και κάθε πράξη μας. Και το δικαστήριο αυτό είναι αμείλικτο. Είναι το αυστηρότερο δικαστήριο του πλανήτη και οι ποινές που επιβάλλει είναι οι αυστηρότερες που μπορεί να φανταστεί κανείς.

Μα το χειρότερο από όλα είναι η φυλακή. Η φυλακή του νου και της ψυχής. Γιατί βρίσκεται μέσα μας. Και για να ξεφύγεις πρέπει ή να καταφέρεις να πείσεις τον δικαστή για την αθωότητα σου ή να τον ξεγελάσεις παλεύοντας με κύματα θεόρατα στη μέση του ωκεανού, νύχτα, ενώ γύρω σου κολυμπούν αιμοβόροι καρχαρίες έτοιμοι να σε κατασπαράξουν.

Κι όμως ακόμα και αυτό είναι εφικτό. Γιατί αυτή είναι η δύναμη του ανθρώπου.

Άλλους πάλι δεν τους νοιάζει. Αγαπούν τη φυλακή. Τους αρέσει η φυλακή τους γιατί δεν την κατανοούν. Δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι ζουν σε ένα κλουβί. Έτσι με την ομορφιά της συνήθειας, με τη συνήθεια της ρουτίνας, με τη ρουτίνα της καθημερινότητας φωλιάζουν σε όνειρα που τους έχουν επιβάλλει αδυνατώντας να καταλάβουν (ίσως να μη θέλουν, ίσως να μην μπορούν) ότι το παιχνίδι είναι στημένο για να είναι στα μέτρα τους. Και αυτό το ονομάζουν ευτυχία.

Όμως έρχεται μια μέρα, που ακόμα και αυτοί κοιτάζουν πίσω και κατανοούν πως την ζωή που έζησαν, δεν την βίωσαν. Την άφησαν απλά να περάσει. Μα τότε είναι πια αργά...

Υπό αυτή την έννοια, είμαστε τυχεροί. Η τύχη είναι με το μέρος μας. Με εμάς που παλεύουμε κάθε  μέρα με το χάος και όχι με αυτούς που δεν γνωρίζουν καν την ύπαρξη του. Και όσο κι αν τελικά μοιάζει παράλογο μπορούμε να ισχυριστούμε πως είμαστε πραγματικά ευτυχισμένοι.

Γιατί καταφέρνουμε κάθε μέρα , κάθε ώρα, κάθε λεπτό, να "γινόμαστε αυτό που είμαστε"

Και τώρα, ήρθε πάλι μπροστά μου. Ξεπηδά σαν νυχτερινή βροχή που αφήνει τις σταλαγματιές της στο τζάμι του παραθύρου.

Και ξέρω πως θα την απολαύσω πάλι, ξέρω πως θα την απολαμβάνω κάθε φορά και ας γνωρίζω πως τίποτα δεν κρατάει για πάντα, ας γνωρίζω πως η ευτυχία είναι στιγμές και πως όσο παράλογο κι αν είναι τελικά αυτό, κρατάει μοναχά για λίγο...


Φωτογραφία: Henri Cartier-Bresson

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Εισαγωγή στο παράλογο


"Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν θέλουν πραγματικά ελευθερία, επειδή η ελευθερία προϋποθέτει ανάληψη ευθύνης, και οι περισσότεροι άνθρωποι τρέμουν την ανάληψη ευθύνης".


"Πού πάει μια σκέψη όταν έχει ξεχαστεί;"

Σίγκμουντ Φρόυντ

Του χρόνου τα καταραμένα δεσμά κρατούν σφιχτά τις κρυμμένες του νου υποστάσεις. Είναι διάφορες αυτές οι υποστάσεις. Ενίοτε και παράλογες. Δε σε αφήνουν όμως να διστάσεις... Λόγοι πολλοί σε μακρινούς αλλοτινούς καιρούς. Και λόγια σκόρπια που στον άνεμο πετούν και ακόμα ψάχνουν έδαφος πρόσφορο να προσγειωθούν και να ακουστούν...

Κλεισμένος σε ένα δωμάτιο και σε ένα κόσμο κλειστό.* Με ένα χαμόγελο τον κόσμο να φωτίζει. Ποιος αλήθεια ξέρει αν η σκέψη το μυαλό ορίζει; Λάθη ακατέργαστα στης λησμονιάς το πέρασμα. Μα αν κάτι από όλα αυτά αλλάξει τότε δε θα είμαι εγώ. Αν τα όνειρα πετάξουν, αν το πόμολο της πόρτας πάψει να γυρνά, το εγώ μου θα έχει εξαφανιστεί, θα έχει μετατραπεί σε κάτι άλλο κάτι μη εγώ, κάτι ξεφτισμένο. Κι ύστερα ποιος θα με ορίσει; Αφού ούτε εγώ ο ίδιος θα μπορώ να με καταλάβω.

Είπα για λίγο τη μοναξιά μου να αφήσω και τραγούδια ορφικά, διονυσιακά να τραγουδήσω. Μα όσα τραγούδια και αν πω, όσα κι αν γράψω, είναι αλήθεια πως τ' ανείπωτα δε θα μπορέσω να εκφράσω.

Περνάει η ώρα, περνάει και ο καιρός. Και μέσα από τα λάθη καθένας μας μαθαίνει και γίνεται πιο δυνατός. Ίσως οι μικρές στιγμές της ζωής να είναι αυτές που την ευτυχία ορίζουν. Αλήθεια όμως γιατί να είναι μικρές; Γιατί να μην μπορούν να επεκταθούν αορίστως στο χώρο και στο χρόνο; Γιατί να μην μπορούν τα πράγματα να αποτιμηθούν από μια διαφορετική οπτική γωνία, αποκρυσταλλωμένα και ξεκάθαρα; Γιατί τα όρια μας να είναι τόσο στενά;

Και η νοσταλγία, ο πόνος της μνήμης που καίει τα σωθικά μας, πόσες σελίδες χρειάζεται για να περιγραφεί;

Κι έτσι...

Παραμένω κλεισμένος σε ένα δωμάτιο και σ' ένα κόσμο κλειστό...

*Carlo Levi, "Ο Χριστός σταμάτησε στο Έμπολι"
** Φωτογραφία: Brassai

Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017

Μονόλογος ενός ξεριζωμένου

Φωτισμός χαμηλός. Στο κέντρο της σκηνής βρίσκεται μια παλιά ξύλινη καρέκλα. Ένας προβολέας φωτίζει την καρέκλα. Στη σκηνή εμφανίζεται ένα νεαρό παιδί ντυμένο στα άσπρα. Κάθεται στην καρέκλα...

"Ωραία μέρα απόψε. Η Σμύρνη, η πόλη μου, ο τόπος που γεννήθηκα ζει επιτέλους το όνειρο της. Η ελληνική σημαία κυματίζει στην προκυμαία. Πόσο περήφανος θα ήταν ο παππούς μου αν μπορούσε να με δει, αν μπορούσε να αντικρίσει τα παιδιά του ελληνικού στρατού να παρελαύνουν στο λιμάνι... Τι ευτυχία είναι αυτή που ζω; Μόνο που να! Ανησυχώ για τη Φατιμά. Η αγαπημένη μου, είναι Τουρκάλα και έχει στεναχωρηθεί. Κλαίει και φωνάζει πως «οι άπιστοι θα μας σφάξουν». Θα της περάσει όμως. Όταν την πάρω στην αγκαλιά μου , θα τα ξεχάσει όλα! Όταν της μιλήσω και όταν ακούσω το κελαρυστό γέλιο της και τη φωνή της θα ολοκληρώσω την ευτυχία μου. Εξάλλου δεν πάει πολύς καιρός από τότε που μου είχε πει πως θέλει να με ακούει να μιλάω, γιατί της αρέσει η φωνή μου και ας μην καταλαβαίνει τη γλώσσα μου.Της φτάνει λέει που νιώθει την ψυχή μου μέσα από τα λόγια μου... Περίεργο πλάσμα στ' αλήθεια η Φατιμά μου...

Όμως , τι είναι αυτό που ακούγεται από μακρυά; Σαν να τρέχει ο χρόνος ή σαν να σταμάτησε. Τι είναι αυτές οι οπλές των αλόγων που ακούγονται; Και γιατί να νιώθω αυτό το σφίξιμο στην καρδιά μου; Είναι μέρα χαράς...Είναι μέρα χαράς...."

Τα φώτα σβήνουν. Ο νεαρός φεύγει. Στη θέση του κάθεται τώρα ένας γέρος...

"Που να το ήξερα τότε... Που να ήξερα ότι η χαρά μετατρέπεται μέσα σε μια στιγμή σε πόνο, λύπη, αίμα και δάκρυ. Που να ήξερα πως θα χάσω οτιδήποτε αγαπούσα. Την πόλη μου , τον πατέρα μου, την πατρίδα μου, τη γη μου. Και τη Φατιμά. Όταν τα πλήθη των εξαγριωμένων Τούρκων έκαιγαν την πόλη μου δε μπορούσα να κάνω τίποτα άλλο παρά να φύγω. Εγώ, η μητέρα μου και οι αδελφές μου. Ο πατέρας μου; Χα! Ποιος να ξέρει σε ποια έρημο της Ασίας θα λιώνουν τώρα τα κόκαλα του. Και έτσι  από μικρός, βαφτίστηκα πρόσφυγας. Αυτή είναι και η διαφορά μου. Πρόσφυγας και όχι μετανάστης. Γιατί δεν την επέλεξα τη φυγή μου. Αναγκάστηκα να φύγω. Και πήγα που; Σε ξένο μέρος, ξένος. Είναι σκληρή η προσφυγιά κι ας το ξεχνάω που και που.  Ογδόντα χρόνια πάνε πλέον που ζω σε αυτόν τον τόπο. Εμένα όμως πατρίδα μου θα είναι πάντα η Σμύρνη... Κι ας μην την ξαναείδα ποτέ από τότε. Γιατί μέσα μου θα είμαι πάντα πρόσφυγας.

Αλήθεια, θες να μάθεις τι συνέβη σήμερα το πρωί;

Βρισκόμουν στο λεωφορείο και μπήκε μέσα μια μάνα με τα δυο παιδιά της. Ήταν λίγο μελαψοί και μου θύμισαν τους ανθρώπους στην πατρίδα μου. Έτσι ήταν και οι άνθρωποι στη Σμύρνη... Κάποια στιγμή η μητέρα ήρθε και έκατσε δίπλα μου κρατώντας το μικρό αγοράκι στην αγκαλιά της. Αυτό το αγοράκι θα 'ταν δε θα 'ταν δέκα χρονών, κοντά στα χρόνια που είχα τότε που...τότε που μας έδιωξαν από τη Σμύρνη. Στα μάτια του διάβαζα τον ίδιο πόνο που ένοιωθα και εγώ τότε. Ήμουν έτοιμος να τους μιλήσω όταν ξαφνικά ο μικρός κάτι είπε στη μητέρα του. Το μόνο που κατάλαβα ήταν η λέξη «Συρία» .Δε λάθεψα, είπα από μέσα μου. Πρόσφυγες και τούτοι...

Την ίδια στιγμή  ένας νεαρός, ο εγγονός του Λευτέρη μπήκε στο λεωφορείο. Με το Λευτέρη ήμασταν γείτονες στη Σμύρνη. Μαζί ζήσαμε την προσφυγιά και τον ξεριζωμό, μαζί και τις δυσκολίες όταν ήρθαμε εδώ και δε μας ήθελε κανείς. Ο μικρός Λευτεράκης, ο εγγονός του, είχε μεγαλώσει και είχε γίνει δυο μέτρα παλικάρι. Δε με αναγνώρισε. Η σκόνη του χρόνου είχε πέσει βαριά πάνω μου φαίνεται. Και τότε της μίλησε.

-"Σήκω πάνω μωρή βρωμιάρα να κάτσει κανένας άνθρωπος. Άντε στο διάολο, έρχεστε στη χώρα μας και τη βρωμίζετε με τα μούλικα σας μαζί. Είχες και στη χώρα σου λεωφορεία;"

Θέλησα να μιλήσω, θέλησα να φωνάξω, θέλησα να ουρλιάξω. Θέλησα να σηκωθώ επάνω  και να του θυμίσω. Να του πω όσα ο πάππους του ίσως να μη του είχε πει, ίσως να ήθελε να τα ξεχάσει. Αντ’ αυτού, γύρισα το κεφάλι μου και κοίταξα έξω από το παράθυρο. Ποιος είμαι εγώ για να  αλλάξω τον κόσμο; Τι είμαι εγώ; Ένα σκουπίδι, ένα τίποτα, ένας πρόσφυγας....

Τελικά η γυναίκα σηκώθηκε. Στην επόμενη στάση κατέβηκαν όλοι μαζί με τα μάτια τους να κοιτούν το πάτωμα. Δίπλα μου καθόταν πλέον ο Λευτεράκης. Δεν άντεξα. Σηκώθηκα και εγώ και κατέβηκα στην επόμενη στάση.

Το ίδιο βράδυ, στο σπίτι μου αναλογιζόμουν τη σκηνή. Γιατί δεν είχα μιλήσει; Γιατί δεν είχα αντιδράσει; Γιατί δεν του είχα εξηγήσει; Ως πότε θα σωπαίνω πια; Έφτασα τα ενενήντα  και ακόμα πολλές φορές οι λέξεις κολλάνε στο λαιμό μου. Θες ο φόβος; Θες το αίσθημα του ξένου που ακόμα με διακατέχει; Δεν ξέρω τι απ’όλα. Αυτό που ξέρω είναι μονάχα ότι δεν μίλησα. Και αυτό θα με στοιχειώνει μέχρι να κλείσω τα μάτια μου.

Και έτσι πήρα τη μεγάλη απόφαση.

Από εδώ και πέρα θα μιλάω. Όποτε βλέπω το λάθος, όποτε νιώθω το άδικο να με πνίγει θα μιλάω. Από το επόμενο πρωί κιόλας, θα σηκωθώ και θα πάω στο Λευτεράκη να του εξηγήσω δυο τρία πράγματα. Ναι! Αυτό θα κάνω!  Στο κάτω-κάτω τι έχω να χάσω; Τι έχω πια να φοβηθώ; Ίσα-ίσα που αν δεν το κάνω θα χάσω τα πάντα. Γιατί τότε θα έχω εκδιώξει την προσφυγιά μου από την ψυχή μου. Θα έχω σκοτώσει όσα ήμουν και όσα είμαι. Θα έχω δολοφονήσει όσα με κράτησαν ζωντανό όλα αυτά τα χρόνια. Τις θύμησες και τον πόνο μου. Και κυρίως αν δε μιλήσω, θα έχω γίνει εκδιώξει εμένα από τον εαυτό μου. Και δεν θα το αντέξω να γίνω πρόσφυγας ακόμα μια φορά. Όχι πάλι, όχι ξανά. Ποτέ πια!

Γιατί αν δε μιλήσω κι αν δε μιλήσεις πως θ’αλλάξουμε αυτόν τον κόσμο Φατιμά μου;"