Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

Βόλτα στο δάσος

Χτες το βράδυ βγήκα για το συνηθισμένο νυχτερινό μου περίπατο στο δάσος. Η φύση οργίαζε και ο γεμάτος αστέρια ουρανός μαζί με το ασημένιο φεγγάρι μου έδειχναν το δρόμο. Ένα ελαφρύ αεράκι φυσούσε χαϊδεύοντας το πρόσωπο μου. Η γλύκα της νύχτας πότιζε την ψυχή μου και μια ευδαιμονία με κατέκλυζε. Ξαφνικά μια κουκουβάγια άρχισε το τραγούδι της. Περίεργος καθώς είμαι αποφάσισα να κινηθώ προς το μέρος της. Μάταια όμως γιατί φτάνοντας στην πηγή του ήχου διαπίστωσα πως η κουκουβάγια είχε πετάξει γι' άλλο δέντρο. Ξαφνικά τότε παρατήρησα ένα πηγάδι, ένα πηγάδι το οποίο δεν είχα ξαναδεί σε καμιά από τις νυχτερινές μου βόλτες στο δάσος. Φαινόταν παλιό και αρκετά βαθύ. Αυτό όμως που μου κίνησε περισσότερο το ενδιαφέρον ήταν ένα αμυδρό φως που ερχόταν από τον πάτο του.

Μια ακατανίκητη ορμή με έσπρωχνε να κατέβω στον πυθμένα του πηγαδιού. Ψάχνοντας κάποιο τρόπο συνειδητοποίησα πως ακριβώς αριστερά μου, σε ένα ψηλό κυπαρίσσι, ήταν τυλιγμένο ένα σκοινί. Χωρίς δεύτερη σκέψη και ωθούμενος από μια μανιακή θα έλεγα επιμονή να κατέβω στον πυθμένα του πηγαδιού, έλυσα το σκοινί, το έδεσα γύρω από το δέντρο σφιχτά και άρχισα να κατεβαίνω στο πηγάδι. Όσο πλησίαζα προς τον πυθμένα το φως δυνάμωνε. Όταν έφτασα και  ακούμπησα τα πόδια μου στον ξεραμένο πάτο ένιωσα να καίγομαι.

Ευθύς αμέσως παρατήρησα το χώρο γύρω μου. Και αυτό που συνέβαινε ήταν κάτι το απίστευτο. Δεν υπήρχε φωτιά, δεν υπήρχε ρεύμα, δεν υπήρχε γενικά καμία πηγή φωτός και όμως στο σημείο που βρισκόμουν, αρκετά μέτρα κάτω από τη γη, έμοιαζε σαν να είναι μέρα. Τότε κοίταξα τα τοιχώματα του πηγαδιού. Είχαν πάνω τους ζωγραφισμένες αγιογραφίες, με θέματα όπως η σταύρωση και ο άγιος Γεώργιος που σκοτώνει το δράκο. Δεν ξέρω πόση ώρα έμεινα εκεί θαυμάζοντας και απορώντας συνάμα. Αυτό που ξέρω είναι πως από τον ουρανό ακούστηκε ξαφνικά μια φωνή: "Τζακ! Τζακ! που είσαι;"

Χωρίς να με λένε Τζακ -αυτό το όνομα συνήθως δίνουν στα σκυλιά- ένιωσα ότι το κάλεσμα απευθυνόταν σε εμένα. Πιάστηκα λοιπόν από το σκοινί και άρχισα να σκαρφαλώνω προς την επιφάνεια της γης. Όταν έφτασα επιτέλους ήμουν πάλι μόνος μου, εγώ το δάσος και οι ήχοι του. Τότε όμως -σχετικά κοντά μου- ξανάκουσα τη γλυκιά γυναικεία φωνή: "Τζακ! Τζακ! που είσαι;"

Πρέπει να ομολογήσω πως περισσότερο και από το μυστηριώδες φως στον πάτο του πηγαδιού, αυτή η φωνή με είλκυε σαν κάτι το μαγικό. Αμέσως ακολούθησα τον ήχο και βρέθηκα μπροστά σε ένα απίστευτο φαινόμενο. Η κουκουβάγια που τραγουδούσε πριν κατέβω στο πηγάδι, βρισκόταν μπροστά μου και με ανείπωτη χαρά στα μάτια της με πλησίαζε με ανοιγμένα τα φτερά της. Το πτηνό επίσης είχε διαστάσεις ανθρώπου και εγώ για κάποιο ανεξήγητο λόγο αισθανόμουν πολύ μικρός μπροστά του.

Και τότε συνέβη αυτό που μέχρι σήμερα δεν έχω διαλευκάνει στο μυαλό μου.

Η κουκουβάγια μου μίλησε - ναι σε εμένα απευθυνόταν χωρίς αμφιβολία- με φωνή ανθρώπου! "Τζακ που είσαι; Σε ψάχνω όλη νύχτα!" ήταν τα λόγια της, σφίγγοντας με παράλληλα στη φτερωτή αγκαλιά της. Εγώ από την πλευρά μου με ιδιαίτερη πρέπει να πω χαρά, άρχισα να γλύφω το χνουδωτό πρόσωπο της και προς μεγάλη μου έκπληξη να γαβγίζω δυνατά γεμάτος χαρά. Τότε συνειδητοποίησα αυτό που ακόμα με προβληματίζει: Η κουκουβάγια είχε γίνει  αφεντικό  και -αν είναι ποτέ δυνατόν- εγώ ήμουν  σκύλος!

Τετάρτη 23 Απριλίου 2014

Ανοιξιάτικη νύχτα

"Νύχτα γιομάτη θαύματα, νύχτα σπαρμένη μάγια"
Διονύσιος Σολωμός

Ανοιξιάτικος ετούτη τη φορά ο οργασμός της φύσης, όμως παντού θ' αναγνωρίσεις τ' αχνάρι του ανθρώπου. Δεν ειν' αλαφροπάτητο το ζώο αυτό της γης και όπου κι αν σταθεί το χώρο θα ορίσει. Κι εγώ που στάθηκα εδώ λίγη ηρεμία ζήτησα, απλά για να ησυχάσω, όμως τ' αταίριαστα τα μέσα μου δε λέω να συντεριάξω.

Ποιος είμαι 'γω; Ποιος είσαι εσύ; 
και όλα τα ζητάμε;
όμως στη γη όλοι οι θνητοί
γι' αθανασία παρακαλάμε.

Άνθισε η φύση και τα πουλιά κελαηδούν και όλα όσα γύρω μας βρίσκονται γιορτάζουν. Γαλήνια χαϊδεύει ο αέρας τα πρόσωπα μας. Μια έκφραση κι ένα πρόσωπο αγαπημένο, νοσταλγικά μας γνέφει από τους παλιούς καιρούς.Κι όμως να που βρέθηκα σε μέρη αγαπημένα, με άγνωστους περαστικούς να κοιτούν εμένα.

Ξέρω πως δύσκολα θα βρω
την άκρη του λαβυρίνθου
μα όσο μέσα μου κοιτώ
βλέπω σημάδια αβύσσου.

Πάει πάλιωσε ο καιρός κι άνοιξη έχει έρθει. Σε αυτή τη νύχτα την αστραφτερή όλα τα όνειρα και οι ελπίδες μας δείχνουν πραγματικά. Αν το μέλλον τα ορίσει ως τετελεσμένα μονάχα η θάλασσα θα βρει όσα για καιρό ήταν χαμένα. Για δες κι αυτή γαλήνεψε και ησύχασε η ζωή μου κι όσα θέλησα από εδώ, τώρα τα 'χω μαζί μου.

Μα κοίταξε τα χρώματα
μεθυστικά και όμορφα
χιλιάδες τα αρώματα
που βγάζουν στην ψυχή μου.


Τρίτη 22 Απριλίου 2014

Κατσαρίδες

Γέμισαν οι δρόμοι από κατσαρίδες
που γιγαντώθηκαν και γίναν άνθρωποι θαρρούν
μέσα στο μίσος είναι βουτηγμένες
κι όποιος δεν είναι κατσαρίδα
τον γρονθοκοπούν

Λένε πως ήρθε η αυγή
μα το σκοτάδι προστατεύουν
κι όσο κάθονται ακόμη εκεί
ζωώδη ένστικτα
τις κυριεύουν

Τι θα 'λεγε αν ζούσε ο Σωκράτης;
Κι ο Αριστοτέλης για ποια αρετή να πει;
Σε τούτη εδώ τη γη της σκέψης
οι κατσαρίδες έστησαν γιορτή

Και "Πας μη Έλλην Βάρβαρος"
και "Αίμα και Τιμή"
κάτω απ' την Ακρόπολη
λαμβάνει χώρα η σφαγή

Κατσαρίδες καθώς είναι
-μιμούμενες λιοντάρια-
υψώνουν τις ασπίδες
κρατάνε και κοντάρια

Σ' αδύναμους επάνω
την αναξιοσύνη τους χτυπούν
και με κάθε σκέψη ελεύθερη
αρρωσταίνουν και πονούν

Το αίμα ρυάκι κυλά
και το αυγό γέννησε το φίδι
έχουμε πόλεμο για τα καλά
αν δεν το κατάλαβες ήδη

Της ιστορίας τα σκατά
σου ήρθανε στο πιάτο
το καζανάκι τράβηξε
και στείλε τα στον πάτο

Εκεί απ' όπου έρχονται
που ζούσαν τη ζωή τους
και πρόσεξε! οι κατσαρίδες ειν' ύπουλες
μην πας κι εσύ μαζί τους

Κι ένα μονάχα μάθε
και βάλε το σκοπό
την ίαση ψάξε για να βρεις
κι όχι το φάρμακο

Βάλε λοιπόν φωτιά
και κάψε τη φωλιά τους
να μην γεννήσουν πάλι εδώ
τα βρωμερά αυγά τους

Δευτέρα 21 Απριλίου 2014

Εκτός και αν

Τρεμάμενα τα γερασμένα χέρια του, έπιασαν την πένα. Του ζητήθηκε γι ακόμη μια φορά να γράψει για όλα τα βιώματα που πέρασαν από μπροστά του. Η σάρκα του μονάχα ξέρει πως τα άντεξε και πως στην πολυθρύλητη Ιθάκη πάλι κατάφερε να καταλήξει. Καταλήγοντας εκεί έκανε και τον απολογισμό του. Καλό το μεροκάματο μα η δουλειά κράτησε για μια μονάχα μέρα. Αχ και να υπήρχε και δεύτερη, ήταν πάντοτε η σκέψη του. Όμως όχι δυστυχώς, τα πράγματα δεν θ' αλλάξουν εκτός και αν.

Εκτός και αν οι ώρες και τα χρόνια γυρίσουν ανάποδα και αντιστρέψουν τη ροή του χρόνου. Εκτός και αν τα λουλούδια δεν ανθίσουν πια την άνοιξη αλλά το χειμώνα. Πράγματα αδύνατα όπως σκέφτηκε. Να όμως που τώρα, καθισμένος στο παγκάκι της πλατείας αναπολεί και βλέπει τα χιόνια να λιώνουν. Βλέπει το ρυτιδιασμένο κορμί του να χάνεται. Και να μένει μοναχά αυτό που λένε πως είναι η ουσία της ύπαρξης.

Γιατί για χρόνια και καιρούς με αυτό το αν έζησε. Και τώρα που το απάντησε δεν έχει τι άλλο αλήθεια να περιμένει. Περίμενε να έρθουν τα χελιδόνια, κι αυτά δεν άργησαν ούτε μέρα. Περίμενε τη θάλασσα να ησυχάσει κι αυτή έγινε λίμνη αλμυρή. Περίμενε φουστάνια γυναικών να τον τυλίξουν κι αυτά έγιναν θηλιές που τον πνίξαν.

Αν και ο καιρός του όμως πέρασε, τα αμίλητα τα μέσα του ποτέ δεν ησυχάσαν. Γιατί όσο και αν προσπάθησε τα όσα ξαφνικά ζήτησε βρέθηκαν μπροστά του. Αν και όλα όσα θέλησε δεν ήταν όσα είχε το μόνο που κατέληξε είναι πως ο δρόμος του, την αρχή του πάλι βρήκε.

Σάββατο 19 Απριλίου 2014

Όσο εσύ κοιμάσαι

Τ' αστέρια έσκυψαν στη γη και έγιναν όνειρα, παλλόμενα ύδατα σ' αστραφτερές ακρογιαλιές, ποιητικές εκφράσεις του ασυνειδήτου και χαμερπείς άνθρωποι όλων των συνειδήσεων. Ξέρω πως γι' ακόμα μια φορά το λόγο δεν θα βρείς. Το νόημα των λέξεων των ήχων και των μουσικών θα χαθεί εντός σου. Και όμως όσα θα δεις και όσα θα ακούσεις θα γράψουνε στο είναι σου μια ιστορία αλλιώτικη από τις άλλες.

Πάμε λοιπόν σε μέρη αλλιώτικα, σε ιστορίες που ξέχασες και έθαψες στο παρελθόν σου. Ξέρω πως είναι δύσκολο για σένα μα προσπάθησε. Και από την ενδοσκόπηση σου αυτή ψάξε ότι έχεις μέσα σου να κρατήσεις ζωντανό και ώρες και λεπτά και μέρες πάνω σε πολύχρωμα φουστάνια που μοιάζουν με κουρτίνες του ουρανού, σακάτεψε τα. Τα όσα ήδη έμαθες θα πρέπει να ξεχάσεις καθώς εδώ οι φωνές που ακούγονται δεν θα σου εξηγήσουν τίποτα το ιδιαίτερο. Το μόνο στο οποίο θα μπορέσεις να ελπίζεις είναι μια κοινή λογική, κοινή για τους πολλούς, λογική για τους λίγους, γι' αυτά που έψαξες και ποτέ δεν βρήκες, για δρόμους που ακολούθησες χωρίς να στρίψεις πουθενά.

Κι αυτό το πουθενά είναι που θα σε οδηγήσει σε σταλαγματιές ονείρων, σε υπάρξεις άλλων κόσμων που εντός σου υπάρχουν και καραδοκούν στον ύπνο σου για να εμφανιστούν. Γιατί τότε μονάχα ζούνε και τότε μοναχά παλεύουν. Όσο εσύ κοιμάσαι.

Όσο εσύ κοιμάσαι κλώθουν το μέλλον σου και στριφογυρίζουν το παρόν σου, σαν λουλούδια ανθισμένα κάτω από ηλεκτρικές λάμπες. Όσα δεν φαντάζεσαι, όσα λες πως δεν υπάρχουν, τι κρίμα πια για σένα! Δυστυχώς φίλε υπάρχουν. Μα δεν πρέπει να φοβάσαι πια γιατί τώρα όλα τα γνωρίζεις, πως με τα μάτια σου τα σάρκινα τον καιρό σου μοναχά δεν τον ορίζεις.

Υπάρχουν κι άλλα μέσα σου και ζουν αλήθεια όταν κοιμάσαι, χαροπαλεύουν μα δεν πεθαίνουν γιατί χωρίς αυτά τίποτα δεν θα 'σαι.

Ονείρων σκέψεις αλήθεια υπάρχουν; Με ερωτήματα πολλά σε βρίσκει μάλλον και τούτη η βραδιά, ερωτήματα αναπάντητα καθώς και άλλοι τ' αναζήτησαν και κοίταξαν το χάος. Το κοίταξαν κατάματα γι' αυτό και χαθήκαν μα όσοι δεν το τόλμησαν στ' αλήθεια αυτοί δε ζήσαν. Το τίμημα είναι μεγάλο, μπορείς να το αντέξεις; Γιατί αλήθεια όσοι έζησαν έψαξαν και πίσω από τις πιο όμορφες τους σκέψεις. 

Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Απόδραση

Αυτό που από μέσα μου βγαίνει
κι είναι το μόνο που μένει
μέσα από χρόνια καταπίεσης
στην ψυχή μου κλεισμένη

Η ελευθερία μου
κι η αμαρτία μου
πως όσα έκανα εγώ
έκρυβαν την ουσία μου

Γιατί στ' αλήθεια δεν ήμουν εγώ
και ποτέ μου δεν το'χα σκοπό
βαθιά κρυμμένα να κρατώ τα συναισθήματα μου
και να σκοτώνω συνεχώς τα θλιμμένα όνειρα μου

Μα τ' αποφάσισα
και μέσα μου άλλαξα
κι είπα στον κόσμο γύρω μου να πάει να γαμηθεί
και στ' όνειρο να ζήσει πριν προλάβει να χαθεί

Γιατί η ουσία μου
και η θυσία μου
είναι να ζήσω όσα είναι τα γραμμένα μου
και ας κρίνουν οι άλλοι μονάχα τα κρυμμένα μου

Μ' αυτοί δεν ξέρουνε
δεν υποφέρουνε
δεν κυνηγήσαν τη μια τους στιγμή
γιατί απλά ήταν πολύ λίγοι και μικροί

Γι' αυτό στ' αρχίδια μου και για τις γνώμες σας
μα πιο πολύ και για τις ψεύτικες συγγνώμες σας,
αυτά που έμαθα δεν τα ξεχνάω
και να ξέρετε κουφάλες πως δεν τα παρατάω

Στην κοινωνία σας θα είμαι παράταιρος
μέχρι ν' ανθίσει ο κόσμος ολάκερος
και η συνέχεια θα είναι άλλη
θα είναι σίγουρα αληθινή, θα είναι πιο μεγάλη

Όσο για τα όνειρα;
Είναι δικά μου!
Και συγχωρούν ακόμη
τα παραστρατήματα μου

Έτσι μονάχος μου θα πορευτώ
χωρίς ν' ακούσω λέξη από κανένα
στον εαυτό μου μοναχά λογοδοτώ
μα πίστεψε με νοιάζομαι το ίδιο και για σένα

Κι όταν ο ήλιος πάλι θα γυρίσει
κι η πλάση ολόκληρη θα έχει αναστηθεί
έν' άλλο όνειρο θα έρθει για να ζήσει
ξεφεύγοντας κι αυτό απ' τη δικιά του φυλακή.

*Ευχαριστώ τον φίλο jorje για την εκπληκτική φωτογραφία. Περισσότερη δουλειά του μπορεί κανείς να βρει στο jorje.org

Τρίτη 8 Απριλίου 2014

Οπτική γωνία

Καθισμένος στο παράθυρο του αεροπλάνου, φεύγοντας από το Παρίσι και επιστρέφοντας στη γενέθλια γη, ανάμεσα σε δεκάδες άλλους αγνώστους αναλογιζόμουν τη ζωή μου. Το πέπλο των συννέφων κάλυπτε την Πόλη του Φωτός και η νύχτα βρισκόταν λίγες ώρες μακριά. Η μουσική που η κυρία του διπλανού καθίσματος άκουγε, έφτανε σαν ηχώ στα αυτιά μου. Άλλη μια υπαρξιακή αναζήτηση με κυρίευσε. Από που έρχομαι και που πηγαίνω στα αλήθεια; Σίγουρα ο τελικός προορισμός δεν είναι η Αθήνα. Τουλάχιστον όχι νοητά.  Σωματικά μπορεί. Όμως όσο ταξιδεύει ο νους, τόσο παραμένεις νέος. Και εμένα δεν ήρθε ακόμα η ώρα μου να γεράσω. Αν όχι όμως στη γενέτειρα τότε που; Ποιος θα διαλέξει τον προορισμό μου; Κάπου εκεί το μάτι μου καρφώθηκε στον χάρτη της διαδρομής μας. Ξεκινώντας με τη μικρογραφία του Παρισιού, ο χάρτης ολοένα και μεγάλωνε δείχνοντας τη Γαλλία, στη συνέχεια την Ευρώπη και τέλος ολάκερη την υδρόγειο. "Μπροστά στο χρόνο είμαστε όλοι πολύ μικροί, μπροστά στο θάνατο είμαστε όλοι τόσο λίγοι"  ήταν οι πρώτες σκέψεις. Στη συνέχεια ξεκαθαρίστηκε μέσα μου η οπτική γωνία των πραγμάτων. Αν για παράδειγμα βρεθείς σε ένα καταπράσινο λιβάδι την άνοιξη και καθίσει πάνω στο χέρι σου μια πασχαλίτσα τότε αντιλαμβάνεσαι το πραγματικό της μέγεθος. Αν η πασχαλίτσα στη συνέχεια πετάξει στην άλλη άκρη του λιβαδιού, πιθανότατα να μην μπορείς καν να την διακρίνεις. Επομένως όλα εξαρτώνται από τη δική μας οπτική γωνία. Από το πως βλέπουμε και αντιλαμβανόμαστε εμείς τα πράγματα. Επειδή όμως πάντα το παρατηρούμενο αντικείμενο δεν είναι ξεχωριστό από τον παρατηρητή αλλά υπάρχει μια αλληλεπίδραση, πρέπει να γνωρίζουμε και που βρισκόμαστε. Κοινώς επειδή η πασχαλίτσα χάθηκε από το οπτικό σου πεδίο, δε σημαίνει πως δεν υπάρχει και στον χώρο γύρω σου. Υπό αυτό το πρίσμα, όλα είναι αλληλένδετα. Και σε αυτό ακριβώς το γεγονός βρίσκεται και όλη η μαγεία. Το που θα βρεθώ αργότερα εξαρτάται κυρίως από εμένα. Κυρίως αλλά και όχι μόνο από εμένα. Γιατί την ίδια στιγμή μπορεί κάποιος άλλος που ταξιδεύει, που κοιμάται, που δουλεύει, να χαράζει το δικό του δρόμο ο οποίος τελικά θα συναντηθεί με τον δικό μου. Και από αυτή τη συνάντηση μπορεί να προκύψει κάτι που κανείς από τους δυο μας δεν θα είχε φανταστεί.
Το αεροπλάνο συνέχισε να πλέει νωχελικά στον ουρανό και η νύχτα είχε ήδη ρίξει το πέπλο της. Με τη συνειδητοποίηση ότι είμαστε πολύ μικροί και συνάμα πολύ μεγάλοι έκλεισα τα μάτια μου. Όταν τα άνοιξα ξανά, βρισκόμουν ήδη στην Αθήνα.

Τετάρτη 2 Απριλίου 2014

Ωμέγα

Στις στιγμές του εφικτού, προσμένω το ανέφικτο. Στις άδειες ώρες του μυαλού καρτερώ την παρουσία σου να γεμίσει τη ζωή μου. Βρίσκομαι πάλι εδώ και περιμένω. Περιμένω να φανείς στους άδειους δρόμους, στα υγρά σοκάκια με τη μυρωδιά της μούχλας να φτάνει στα ρουθούνια μου. Παρατηρώ την σήψη του κόσμου αυτού, την αποσύνθεση του. Ορίζω το μέλλον μου με αόριστους στόχους και σκοπούς. Με φωνάζεις μα δεν σε ακούω. Γυρνάω το κεφάλι και βλέπω ένα κενό, οραματίζομαι το σκοτάδι. Στις σκέψεις αυτές δεν βρίσκω αντίκρυσμα. Ψάχνω συνεχώς σε νέες πολιτείες να βρω τα χνάρια σου, μα όλα αυτά μοιάζουν με κόκκους άμμου μπλεγμένους στα ρούχα μου. Μια πόρνη στη γωνία του δρόμου με καλεί να βρεθώ μαζί της. Το αντίτιμο χαμηλό, το τίμημα υψηλό. Οι κόρνες των αυτοκινήτων δημιουργούν μια συνεχιζόμενη ηχώ μέσα στο κεφάλι μου. Τα φανάρια του δρόμου, όλα κόκκινα και πεζοί δεν υπάρχουν. Σαραβαλιασμένα αυτοκίνητα και λερωμένα πεζοδρόμια συνθέτουν το σκηνικό του έργου που παίζεται. Η είσοδος στη σκηνή είναι λαμπερή και οι αφίσες στους τοίχους παραμένουν μισοσκισμένες. Κάτω από τη μαρκίζα ονόματα αλλοτινών εποχών διαφημίζονται. Η λάμψη και η δόξα βρίσκεται αλλού πια. Έτσι όπως είχα μάθει δεν μπορώ να προχωρήσω. Πρέπει να συνηθίσω και εγώ και όλοι μας στα νέα δεδομένα. Μικρά ζωύφια σκαρφαλώνουν στο παράθυρο μου. Τα παρατηρώ και αναρωτιέμαι σε ποια μορφή της ζωής να ανήκουν; Διαβάζω προτάσεις και τις απορρίπτω. Βρίσκω λεωφόρους και διαλέγω τα μονοπάτια. Αφού έτσι έμαθα, έτσι μεγάλωσα. Καμβάδες με ολοζώντανα ηλιοτρόπια βρίσκονται μπροστά στα μάτια μου. Και πλέον είναι και ο ήλιος. Αυτός που τόσο καιρό κρυβόταν ξαφνικά με τυφλώνει. Αυτός που τόσο καιρό περίμενα και τώρα δεν τον θέλω. Στο σπίτι το αδειανό η ησυχία γεμίζει το κενό μου. Κάπου στο βάθος του διαδρόμου θα βρίσκεται η πόρτα του παραδείσου. Δεν την ανοίγω ακόμα. Προτιμώ να περιμένω. Και στην αναμονή μου αυτή, θα οραματιστώ κάτι καλύτερο, κάτι νέο, κάτι που θα γεμίζει την ψυχή μου.