Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

Σιωπή

Αστέρια του βυθού, φεγγάρια του ανέμου, πικρές στάλες της βροχής, ξεπλύνετε το είναι μου, αφαιρέστε την ύπαρξη μου. Διεισδύστε μέσα μου, και κάνετε να χάσω το εγώ μου. Νιφάδες του χιονιού, περασμένες εποχές, κόκκοι άμμου, κάνετε την ψυχή μου να ξαναπετάξει στους πορφυρογάλανους ουρανούς. Ήλιοι  συρματοστόλιστοι, φεγγάρια άλλων κόσμων βοηθήστε με και εσείς να ξαναβρώ την ουσία μου. Το ριζικό μου να ξεριζώσω, της ψυχής το βάθεμα και πάλεμα ν' αντέξω, να υψωθώ σε μέρη που ο νους του ανθρώπου δε μπορεί να φανταστεί και βρείτε την άκρη, φωτίστε μου το δρόμο, οδηγήστε με στο ιδεώδες πεπρωμένο. Σβησμένα τσιγάρα, νέες μουσικές και αδειανά ποτήρια, χαράξτε πάλι το χαμόγελο στις καρδιές των ανθρώπων. Βρείτε, ψάξτε βοηθήστε και εσείς να ξαναζήσουμε όλοι τα ήδη βιωμένα. Ποτάμια και θάλασσες, φωτιές και ουρανοί, χώμα και λάσπη, δημιουργήστε πάλι τ' όνειρο που έσβησε κι εχάθη στις ραγισμένες πολιτείες των ονείρων μας. Φέρτε πάλι το ιδανικό, υψώστε την αλήθεια και βάλτε τη στράτα την ανθρώπινη ξανά στο δρόμο το δικό σας. Υπόγειες στοές, μπερδεμένα παραμύθια, πόρτες ορθάνοιχτες μα και κλειστές φωτίστε έστω για λίγο τα μονοπάτια των ιδεών μας. Χιόνια που τόσα είδατε όσο κυλούσατε νερά, μπλεγμένες καταστάσεις ανθρώπων που δεν τις έλυσαν ποτέ, όνειρα και φωτιές υπαρκτές στους δρόμους και στα βάθη της ψυχής, το είναι των ανέμων και η σκουριά της γης όλα μαζί αν πάλι γίνουν ένα και καταφέρουν να δημιουργήσουν τ' όραμα μας, όλα μαζί αν πάλι χαθούν, τότε τίποτα στ' αλήθεια δε θα 'χει πάει χαμένο. Δρόμοι χρυσοστόλιστοι, φωνές που δεν έχετε σιγήσει, παιδιά που ακόμα δεν έχετε μεγαλώσει, δείξτε μας εσείς το φως και ας είναι λίγοι όσοι ακολουθήσουν. Παιγμένες νότες, χαμένες μουσικές, άδεια τραπέζια κλείστε το φως και ονειρευτείτε και εσείς την ύπαρξη ενός άλλου κόσμου. Θλιμμένα ηλιοβασιλέματα, ταξίδια σε χώρες αλαργινές ερωτευτείτε και εσείς επάνω σε φεγγάρια. Ξύλα, πέτρες και γυαλιά κάντε και εσείς το θαύμα σας και κατευθύνετε τα μόρια των ιδεών μας στις δημιουργίες του μέλλοντος. Όλα και τίποτα συνάμα δημιουργήστε αυτό που λείπει από τις ζωές των ανθρώπων. Ξαναφτιάξτε εικόνες σιωπηλές και βρείτε την άκρη του λαβυρίνθου. Τότε και μόνο τότε, όλοι εμείς που είδαμε το φεγγάρι να μη στέκεται στο ύψος του τη νύχτα, όλοι εμείς που είδαμε πως ο ήλιος δείλιασε, όλοι εμείς που ακούσαμε τη βροχή χωρίς να βρέχει, όλοι εμείς θα αρχίσουμε το χτίσιμο μέχρι την επόμενη καταστροφή, μέχρι όλα να γίνουν πάλι τα ίδια και να βρεθούν άλλοι που θα δημιουργήσουν ξανά τα θεμέλια ενός νέου κόσμου.

Τρίτη 17 Δεκεμβρίου 2013

Έρωτας στο φεγγάρι

Μια παγωμένη χειμωνιάτικη νύχτα, το φεγγάρι άκουσε δυο ψιθύρους πάνω στη γη. Ήταν τα λόγια δυο ερωτευμένων που σκόρπιζαν αιώνιους όρκους, στην απεραντοσύνη των υπάρξεων τους. Το φεγγάρι χαμήλωσε να ακούσει πιο καθαρά για να μπορέσει να κλέψει κάτι πρωτότυπο ώστε να το πει στην αιώνια ερωμένη του, τη Γη. Το ερωτευμένο ζευγάρι δεν κατάλαβε στην αρχή τη διαφορά. Νόμιζε πως απλά φωτιζόταν περισσότερο ο κόσμος από τον έρωτα τους. Μα ξάφνου, το κορίτσι είδε πίσω από τα κλειστά παραθυρόφυλλα ένα φως να ασημοστολίζει τα μαλλιά του αγαπημένου της. Και τότε τρόμαξε και ζήτησε από το αγόρι να κοιτάξει τι υπάρχει έξω από το παράθυρο. Έτσι εκείνος, δειλά -δειλά άνοιξε την πόρτα του σπιτιού και βγήκε έξω. Στην αρχή τυφλώθηκε από τη λάμψη του φεγγαριού και δεν κατάλαβε από που προερχόταν τόσο φως. Όταν τα μάτια του συνήθισαν έμεινε έκπληκτος να κοιτάει το φεγγάρι. Στην αρχή τρόμαξε λίγο, στη συνέχεια όμως έμεινε αποσβολωμένος με τα μάτια καρφωμένα στο υπέροχο θέαμα. Το κορίτσι που τόση ώρα βρισκόταν πίσω από το παράθυρο ανησύχησε για τον αγαπημένο της και αποφάσισε να βγει και εκείνο έξω για να δει τι συμβαίνει. Μόλις είδε το ονειρικό σκηνικό, έπεσε στην αγκαλιά του αγαπημένου της και έκλεισε σφιχτά τα μάτια. Εκείνος τη σήκωσε στα χέρια του και την έβαλε να καθίσει στην κουπαστή του φεγγαριού. Ύστερα κάθισε και εκείνος και την έσφιξε στην αγκαλιά του. Πόση ώρα πέρασε έτσι, οι δύο ερωτευμένοι δεν το κατάλαβαν. Σιγά σιγά ένιωθαν τα σώματα τους να αιωρούνται, τις υπάρξεις τους να χάνουν την υλική τους υπόσταση και να χάνονται στο πέρασμα του χρόνου. Πλέον είχαν εξαφανιστεί, ήταν μονάχα δύο κόκκοι άμμου, δύο μικρές κουκκίδες μέσα στην απεραντοσύνη. Δύο μονάχα στιγμές, αγκιστρωμένες στο πέρασμα του χρόνου. Το φεγγάρι που τόση ώρα αμίλητο έβλεπε τους δύο ερωτευμένους, δάκρυσε. Θυμήθηκε τον δικό του έρωτα για τη Γη και το πως ήταν καταδικασμένο να μην μπορεί να την αγγίξει ποτέ. Σιγά σιγά έπρεπε να γυρίσει στη θέση του και να μοιραστεί την αγαπημένη του με τον άλλο της εραστή, τον ήλιο. Έτσι σάλεψε λίγο για να δώσει στους δυο ερωτευμένους να καταλάβουν πως ήταν η ώρα του να φύγει. Εκείνοι όμως δεν κινήθηκαν. Είχαν πλέον περάσει από τον υλικό κόσμο στην άυλη υπόσταση τους, είχαν χάσει τις σωματικές τους αισθήσεις, είχαν αφεθεί στην ονειρική ύπαρξη του έρωτα. Τότε το φεγγάρι κατάλαβε. Οι δύο ερωτευμένοι δεν θα έφευγαν ποτέ από πάνω του. Κι έτσι ξεκίνησε το μακρινό του ταξίδι, την δύσκολη ανάβαση προς τον ουρανό. Το ζευγάρι θα ερχόταν μαζί του. Και έτσι δεν θα χωρίζονταν ποτέ. Και έτσι θα ζούσαν αιώνια τον έρωτα τους μέχρι εκείνο να καταφέρει κάποτε να σμίξει για πάντα με την δική του αγάπη αφήνοντας και αυτό το σημάδι του, τη μια του στιγμή στο πέρασμα του χρόνου.

Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

Φερνάντα Λίμα και Μαντέλα

Από τη Μαύρη Ήπειρο ξεκίνησαν οι σκλάβοι κι άποικοι Πορτογάλοι βρήκαν τη Νέα Γη. Δύο απόγονοι αυτών κι οι δύο ζωντανοί, μιας και ο Μαντέλα ποτέ δε θα πεθάνει, γεμίσαν τις οθόνες σας και άφησαν για λίγες μέρες το στίγμα τους στη δική σας μίζερη και αστική ζωή. Ποιος είναι ο Μαντέλα θα ρωτήσουν αρκετοί μιας και τη Φερνάντα την έμαθαν όλοι. Αυτό που όμως δε γνώρισες μικρέ μου όμορφε αστέ είναι το παρασκήνιο. Το θαμμένο πίσω από την κουρτίνα όνειρο. Τις εξεγέρσεις, τα αναμμένα μπουκάλια και την τυφλή βία. Πόσοι νεκροί, πόσοι ζωντανοί-νεκροί στη χώρα του καφέ, για να γιορτάσουμε όλοι μας στη μεγάλη καλοκαιρινή γιορτή των χορηγών. Πόσοι φτωχοί ξεσπιτώθηκαν και πόσους ανώνυμους θα βρεις σήμερα -ως άλλους Μαντέλα - να σαπίζουν σε κάποια φυλακή. Οι δύο εικόνες ενός κόσμου που καταρρέει. Τα νιάτα, η ομορφιά και η ψευδαίσθηση της, με τον αγώνα για τη λευτεριά και όσα αυτή προσδίδει. Και τώρα όλοι οι τρανοί αφού γιορτάσαν και γεμίσαν τα παραφουσκωμένα στομάχια τους θα βρεθούν στο νοτιότερο άκρο της Αφρικής για να αποτίσουν το φόρο τιμής σε κάποιον που δε νοιάστηκε παρά μονάχα γι' αυτό που όλοι εκείνοι είναι οι κύριοι εχθροί. Την Ελευθερία. Το ύψιστο για κάποιους ιδανικό, αυτό που αξίζει να πεθαίνει και να ζει κανείς γι' αυτό. Λοιπόν αγαπητέ μικροαστέ, η απάντηση είναι όχι. Δε θα σου ανοίξει κανείς τα μάτια προκειμένου να μάθεις το όνομα του Μαντέλα. Εξάλλου είναι και ολίγον τι περίεργο. Άκουσε εκεί Μαντέλα! Σίγουρα το Φερνάντα θα ακούγεται πιο όμορφα στ' αυτιά σου. Μάθε όμως αυτό το τελευταίο. Για κάθε μία από τις εκατομμύρια Φερνάντες που υπάρχουν, εμφανίζονται στον κόσμο λίγοι Μαντέλα. Μπορεί να είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Μπορεί να βρίσκονται ένας ή δύο κάθε πενήντα ή εκατό χρόνια. Ποτέ όμως την ιστορία δεν την άλλαξε η όποια Φερνάντα. Την ιστορία την άλλαζαν πάντα οι διάφοροι Μαντέλα.

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2013

Χίμαιρες

Μπροστά στις άσβεστες φωτιές, χίμαιρες κυνηγάς. Όνειρα που το παρελθόν σου γέμισαν αποφάσισες να πράξεις. Κυνήγησες για χρόνια άπιαστους χρησμούς και έψαξες στο παρελθόν τα χρόνια σου να σβήσεις. Όμως να που σήμερα έρχονται οι μέρες. Αυτές οι μέρες οι θαυμαστές που αρχαίων χρόνων μάντες προέβλεψαν ότι θα συμβούν. Όμως που πάς; Που ξεστρατίζεις; Ποιος σου είπε πως μπορείς να τολμάς ν' αλλάξεις το ριζικό σου; Πάλι τις χίμαιρες σου κυνηγάς για να τις εξοντώσεις;  Όρκοι παρελθοντικοί και βροχερές ημέρες, με τον αέρα που λυσσομανά βρίσκεις χρόνια σμπαραλιασμένα σε πλατείες, δρόμους και σε προσόψεις παλιών σπιτιών. Τι γύρεψες; Αφού όσα είχες ποτέ δε σου έφταναν. Τι γυρεύεις; Αφού όσα θα βρεις δε ξέρεις αν θα σου φτάσουν. Στα όνειρα που πίστεψες πως τον κόσμο σου θ' αλλάξουν πάλι έδωσες όρκο. Σκέφτηκες, αποφάσισες, ξανασκέφτηκες και έκανες πίσω. Γιατί; Γιατί δεν τόλμησες σε ρωτούν οι φιγούρες που έρχονται από το παρελθόν σου. Αποφάσισες να ξαναξεκινήσεις. Τις χίμαιρες του παρελθόντος πίσω σου να αφήσεις. Να πάρεις τους δρόμους τους χρυσοκεντημένους και πάλι να κυνηγήσεις τα όνειρα της ζωής σου. Όμως αυτά δεν είναι χίμαιρες. Είναι η ζωή σου. Κι όσο κι αν άργησες να το καταλάβεις, εσύ είσαι αυτός που την ορίζει. Όσο κι αν αφέθηκες στα μονοπάτια της μοίρας κατάλαβες πως τίποτα δεν είναι τυχαίο. Πως όλα εσύ τα δημιουργείς και όλα εσύ είσαι που τα διαλύεις. Πρόσωπα γνώριμα μιλούν για τις ζωές τους. Ευλαβικά ακούς τα χρόνια που περάσαν να σιγοψιθυρίζουν στο μυαλό σου. Και αναρωτιέσαι ποιος είσαι και που πας; Ποιο ειν' το νόημα σου; Είναι τα ψηλά βουνά που συγκρατούν τον ήλιο; Είναι οι θάλασσες οι πολυθρύλητες που ραγίζουν την ψυχή σου; Είναι ο δύσκολος, ο δυσκολότερος και δύσβατος τούτος δρόμος; Δεν ήξερες. Δεν ξέρεις. Θέλησες και θες να μάθεις. Κι αν τρομάζεις, κι αν φοβάσαι μάθε μονάχα τούτο. Πως αυτός ο δύσβατος είναι του ανθρώπου ο δρόμος. Πάντοτε όνειρα να κυνηγάς, αλλιώς έχεις πεθάνει. Κι όσο για τις χίμαιρες; Αλήθεια που χάθηκαν αυτές; Μα αυτές τις κυνηγούν όσοι ήδη έχουν πεθάνει. Εσύ τα όνειρα σου κυνηγάς κι ορίζεις τη ζωή σου.

Παρασκευή 22 Νοεμβρίου 2013

Ασπρόμαυρη μέρα

"Καριόληδες" μονολόγησε ο Κ. και έφτυσε στο μαντήλι του. Τα γεμάτα καρκινικά κύτταρα πνευμόνια του δεν τον είχαν προδώσει ακόμα. Αφού εξέτασε το χρώμα του σάλιου του, πέταξε το μαντήλι στα σκουπίδια. Στην τηλεόραση έπαιζε μια λειτουργία σε κάποια εκκλησία της χώρας. Όσο παρακολουθούσε θολωμένος ακόμα από το πιοτό, εξέταζε τις κοιλιές των παπάδων. "Ο ένας πιο χοντρός από τον άλλο είναι οι μπινέδες" σκέφτηκε και συνέχισε, "πόσο χρήμα, πόσο φαί έχουν μέσα τους αυτές οι κοιλιές στο όνομα μιας δήθεν μεταθανάτιας ελπίδας". Μία έξαρση του βήχα του δεν τον άφησε να προχωρήσει τη σκέψη του. Μέσα του όμως η απόφαση είχε ήδη παρθεί. Σηκώθηκε απ΄ τον καναπέ και με βαριά βήματα κατευθύνθηκε προς το ντουλάπι με τα ποτά. Το άνοιξε και επιθεώρησε την κατάσταση. Με λίγη οικονομία θα τον έβγαζαν μέχρι την επόμενη δόση από το ταμείο ανεργίας. Δεν είχε να πληρώσει το νοίκι του βέβαια, αλλά ποιος νοιαζόταν; Θα είχε αλκοόλ. Μετά τη διάγνωση του καρκίνου του και αφού γρονθοκόπησε το γιατρό που του το ανακοίνωσε προκειμένου να ξεσπάσει, αποφάσισε να χαρεί τη ζωή του. Και ποια μεγαλύτερη χαρά, σκεφτόταν, από το να πίνει από το πρωί μέχρι το βράδυ;

Με τη σκέψη του ακόμα στο πως θα μοίραζε τις ποσότητες του αλκοόλ μέχρι το τέλος του μήνα, βγήκε από το σπίτι. Κατευθύνθηκε προς την εκκλησία της γειτονιάς του και κάθισε στο παγκάκι έξω από την είσοδο της. Με το βλέμμα του να παρατηρεί τους περαστικούς άνοιξε την μπύρα που είχε αγοράσει από το περίπτερο και την ήπιε μονορούφι. Τότε ένας ρασοφόρος βγήκε από την εκκλησία και κατευθύνθηκε προς μια παρκαρισμένη Mercedes κάμπριο. Άνοιξε την πόρτα πήρε μια βαλίτσα παραφουσκωμένη ποιος ξέρει με τι και ξαναγύρισε στην εκκλησία. Τα μάτια του Κ. άστραψαν. Περίμενε στο σημείο που βρισκόταν ώσπου η λειτουργία τελείωσε. Τότε τον ξανάδε. Κατευθυνόταν πάλι προς τη Mercedes με την ίδια βαλίτσα στα χέρια του. Ο Κ. τον πλησίασε.
"Πάτερ, την ευχή σας" του είπε. Ο παπάς έτεινε το χέρι του και περίμενε από τον Κ. να του το φιλήσει. Με μια αηδία, ανάμεικτη με τάση για εμετό ο Κ. ακούμπησε τα χείλη του στο ρυτιδιασμένο χέρι.
"Συγγνώμη πάτερ, αλλά χάλασε το αυτοκίνητο μου. Μπορείτε, αν δεν σας είναι κόπος, να με αφήσετε λίγο πιο κάτω;" Ο παπάς αφού αμφιταλαντεύτηκε λίγο, δέχτηκε. Εξάλλου τα μάτια των πιστών τον παρακολουθούσαν και μόλις τους είχε κάνει κήρυγμα για τη βοήθεια στους άπορους και τους αναξιοπαθούντες. Ο Κ. τον οδήγησε μέσα από διάφορα στενά λέγοντας του το δρομολόγιο. Σε ένα σημείο όπου ο δρόμος γινόταν πιο ερημικός ο παπάς ρώτησε αν φτάνουνε στον προορισμό τους.
"Μην ανησυχείς πάτερ, στο τέρμα του δρόμου θα με αφήσεις" αποκρίθηκε ο Κ.
Στο σημείο που σταμάτησαν δεν υπήρχε κανείς. Ο παπάς άπλωσε το χέρι του στον Κ. προκειμένου να του το φιλήσει. Τότε εκείνος τράβηξε το στιλέτο που κουβαλούσε πάντοτε μαζί του για τις δύσκολες στιγμές και το έμπηξε με δύναμη στην κοιλιά του παπά χαράζοντας μια ευθεία γραμμή. Το αίμα πότισε το κάθισμα και η κραυγή του ιερέα έσκισε τον αέρα. Ο Κ. πήρε τη βαλίτσα που βρισκόταν στο πίσω κάθισμα και αφού βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε κανείς στο δρόμο, άνοιξε ατάραχος την πόρτα του αυτοκινήτου.

Πριν βγει έριξε μια τελευταία ματιά στον ξεκοιλιασμένο παπά. "Στο διάολο τραγόπαπα" μονολόγησε και έκλεισε την πόρτα. Με αργά βήματα κατευθύνθηκε προς τον κεντρικό δρόμο. Για καλή του τύχη μόλις έφτανε το λεωφορείο. Μπήκε μέσα και κατέβηκε στην κοντινότερη στάση για το σπίτι του. Όταν έφτασε εκεί, έβαλε ένα γεμάτο ποτήρι κρασί και κάθισε να το απολαύσει κοιτώντας την βαλίτσα. "Η θεία κοινωνία" σκέφτηκε μειδιάζοντας. Τότε αποφάσισε να ανοίξει τη βαλίτσα. Ήταν γεμάτη με χαρτιά και διάφορα βιβλία θρησκευτικού περιεχομένου. Αφού την έψαξε καλά βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχε ούτε ένα χαρτονόμισμα μέσα της. "Καριόληδες" σκέφτηκε πάλι. Όταν τελείωσε το κρασί του, αναλογίστηκε την κατάσταση. "Τζίφος. Δεν είχε φράγκο μέσα ο γαμημένος". Ο βήχας ξανάρθε κόβοντας του την ανάσα. "Ας είναι. Ένας καριόλης λιγότερος" σκέφτηκε και ξαναγέμισε το ποτήρι του με κρασί.

Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2013

Μια καθημερινή ιστορία

Άνοιξε τα μάτια του με δυσκολία. Το κεφάλι του βούιζε ακόμα από το χθεσινοβραδινό μεθύσι. Σηκώθηκε από το κρεββάτι και στάθηκε λίγο καθιστός κοιτώντας το πάτωμα. Στο έπιπλο δίπλα του βρισκόταν το πακέτο με τα τσιγάρα του. Πήρε ένα και το άναψε. Έπειτα σηκώθηκε και πήγε στην τουαλέτα. Αφού κατούρησε, ξέρασε μέσα στη λεκάνη. Για λίγη ώρα έμεινε εκεί να κοιτάει το θέαμα. Έπειτα τράβηξε το καζανάκι. Στάθηκε λίγο μπροστά στον καθρέφτη. Το αξύριστο πρόσωπο του με τα πρησμένα μάτια σαν κάτι να ήθελε να του πει. Έφτυσε δυνατά γεμίζοντας σάλια το γυαλί μπροστά του. Τράβηξε την κουρτίνα και είδε μια ηλιόλουστη μέρα. "Σκατόκαιρος", σκέφτηκε. Πήγε στην κουζίνα και άνοιξε το ψυγείο. Βρήκε ένα μπουκάλι μπύρας και το άνοιξε. Το ήπιε μονορούφι. Η αλήθεια ήταν πως δίψαγε πολύ. Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Το μάτι του έπεσε στη βιβλιοθήκη. Δίπλα από τα βιβλία του Μπουκόφσκι υπήρχε ένα μισογεμάτο μπουκάλι ουίσκι. Δηλαδή μισογεμάτο το έβλεπε αυτός. Το πήρε και έβαλε μια γενναία ποσότητα σε ένα ποτήρι με πάγο. Ήπιε το πρώτο ποτήρι και γέμισε και δεύτερο. Κάπου εκεί χτύπησε το τηλέφωνο.
-"Μωρό μου, τι κάνεις", ακούστηκε μια γυναικεία φωνή.
-"Κάθομαι και μπεκρουλιάζω πάλι", της είπε.
-"Σου είπα ότι δεν πρέπει να πίνεις από το πρωί"
-"Να πας να γαμηθείς και εσύ και οι συμβουλές σου", της απάντησε ουρλιάζοντας και έκλεισε το τηλέφωνο με δύναμη.
Προσπαθούσε να σκεφτεί τι είχε συμβεί την προηγούμενη νύχτα. Είχε βγει και είχε πάει στον "Κόκκινο κύκνο" στο μπαρ που πάντα έπινε βότκα. Έτσι ξεχώριζε τα μπαρ εκείνος. Σε αυτό βότκα, στο άλλο ουίσκι, στο πιο κάτω μπύρες. Στον "Κύκνο" λοιπόν έπινε πάντα βότκα. Μόνο που χτες κάτι είχε αλλάξει. Μετά το τέταρτο ποτό τον πλησίασε μια γυναίκα. "Καλοδιατηρημένη για την ηλικία της", σκέφτηκε.
-"Θα με κεράσεις ένα ουίσκι;" του είπε.
-"Εδώ πίνουμε πάντα βότκα", της αποκρίθηκε εκείνος.
-"Εγώ θέλω ουίσκι", του είπε εκείνη. "Και αν πιεις και εσύ μαζί μου τότε μετά αν θες πάμε σπίτι μου".
-"Εντάξει", συμφώνησε εκείνος. "Όμως δε θα πάμε σπίτι σου, θα πάμε στις τουαλέτες".
-"Έγινε", είπε εκείνη. "Φέρε το ουίσκι τώρα".
Πλησίασε τον μπάρμαν και του είπε ότι θέλει δύο ουίσκι. Ο μπάρμαν αφού τον κοίταξε σαν να ήταν εξωτικό πουλί του έβαλε χωρίς να πει κουβέντα. Αφού πλήρωσε πήγε και ξαναέκατσε στη θέση του. Η γυναίκα ήπιε το ποτό της μονορούφι. Φαινόταν ότι δεν ήταν το πρώτο ποτό της βραδιάς για εκείνη. Ούτε και για εκείνον άλλωστε. Έπειτα κατέβηκαν και οι δύο στην τουαλέτα. Εκείνος την γύρισε βίαια προς τον τοίχο και ξεκούμπωσε το παντελόνι του. Η γυναίκα βαριανάσαινε. Τότε τράβηξε το μαχαίρι του και της χάραξε το λαιμό. Το αίμα άρχισε να τρέχει ρυάκι. Το άψυχο σώμα της γυναίκας έπεσε πάνω στη λεκάνη.
"Αφού στο είπα, εδώ πίνουμε πάντα βότκα", μονολόγησε εκείνος. Έπειτα άνοιξε την πόρτα της τουαλέτας και βγήκε έξω. Αφού έπλυνε τα χέρια του, έφυγε από το μπαρ και πήγε σπίτι του.
Ξαφνικά το τηλέφωνο ξαναχτύπησε, διακόπτοντας τη σκέψη του.
-"Ναι";
-"Γεια σου μωρό μου πάλι εγώ είμαι. Ακόμα πίνεις";
"Τι διάολο", σκέφτηκε εκείνος. Η φωνή της έμοιαζε πολύ με τη φωνή της γυναίκας στο μπαρ.
-"Ποια στο διάολο είσαι;" ούρλιαξε εκείνος.
-"Η Σ. από χτες στο μπαρ", του αποκρίθηκε η γυναίκα.
Εκείνος πάγωσε. Πώς μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Αφού θυμόταν ξεκάθαρα τι είχε συμβεί.
-"Τι θέλεις;" , ρώτησε τραυλίζοντας.
-"Να σε ενημερώσω πως εγώ πίνω πάντα ουίσκι. Ποτέ βότκα" του είπε εκείνη.
-"Στον "Κόκκινο Κύκνο" όμως, εγώ πίνω πάντα βότκα", της απάντησε εκείνος και έκλεισε το τηλέφωνο. 

Κυριακή 3 Νοεμβρίου 2013

Βροχή

Άνοιξα τα μάτια μου ακούγοντας το ράπισμα του νερού πάνω στα τζάμια. Ο αέρας έφερνε τη μυρωδιά του νοτισμένου χώματος, ταξιδεύοντας το νου και την καρδιά σε άλλα μέρη, σε άλλες εποχές. Τα δειλινά της Κυριακής κρύβουν πάντα μέσα τους λίγη μελαγχολία. Η καθαρή δύναμη του υγρού στοιχείου, άφησε τα σημάδια της στο πέρασμα του χρόνου. Σιγά - σιγά λείανε τις ψυχές μας και απάλυνε τον πόνο από τα σωθικά μας. Μιλήσαμε για αίμα και κανείς δεν άκουσε. Σε ένα κόσμο κουφών τι νόημα έχει να φωνάζεις; Τα μουσκεμένα περβάζια και το ποτισμένο φαγωμένο ξύλο του παλιού παραθύρου στέκουν ακόμα εκεί ασάλευτα καθώς πολύχρωμες πεταλούδες ζουν τη μια στιγμή τους. Ολόγιομα φεγγάρια ανατέλλουν στους ουρανούς της δόξας. Κάπου εκεί κρυμμένα, θαμμένα κάτω από τα σκουπίδια που έφεραν μαζί τους τα νερά, βρίσκονται τα όνειρα μας. Λες να 'ναι πάντα βροχερά της Κυριακής τα δειλινά; Από το στενό σοκάκι της γειτονιάς, στα σπίτια των φτωχών ανθρώπων ακούγονται ξανά οι μελωδίες του παρελθόντος. Μυρίζει βροχή. Μυρίζει καταιγίδα. Παραφουσκωμένα λερωμένα μαξιλάρια τα σύννεφα και η ψευδαίσθηση ότι μπορείς να σταθείς επάνω τους. Και το νερό σε παρασέρνει. Διαλύοντας τις σκέψεις σου, διαλύοντας το νου σου. Μικρές στάλες ξαναρχίζουν να μαστιγώνουν το πρόσωπο σου. Απολαμβάνεις. Ζεις. Αναπνέεις. Απλές συνήθειες της καθημερινότητας σου. Δεν έχεις άλλη επιλογή. Στα καταπράσινα λιβάδια της σκέψης πλημμυρίζουν τα όνειρα σου. Στο τέλος το νερό φτάνει μέχρι το λαιμό σου. Και ανεβαίνει. Κλείνει το στόμα σου και καλύπτει τη μύτη σου. Λίγο ακόμα σκέφτεσαι. Λίγο ακόμα. Κρατάς την τελευταία σου αναπνοή και εκπνέεις αργά. Δευτερόλεπτα. Και τότε γίνεται το θαύμα. Το νερό κατεβαίνει. Αργά αλλά σταθερά. Τώρα βρίσκεται στο στήθος σου. Σε λίγο στην κοιλιά σου. Πλέον έφτασε στα γόνατα σου. Και ξαφνικά ένας θαμπός ήλιος ξεπροβάλει. Και τα χρώματα της ίριδας ζωγραφίζουν στα μάτια σου το ουράνιο τόξο. Γιατί πάντα το ξέρεις πως έτσι γίνεται στο τέλος. Πως πρέπει πρώτα να περάσει η καταιγίδα για να δεις στο τέλος το ουράνιο τόξο. Έζησες και σήμερα. Για την ακρίβεια επέζησες. Μέχρι την επόμενη φορά. Μέχρι την επόμενη μάχη. Ώσπου στο τέλος να έρθει ξανά η βροχή. Και όσο κι αν βολεύτηκες, κι όσο κι αν δε θες, θα αναγκαστείς πάλι να παλέψεις. Και στο τέλος να συνηθίσεις. Να αγαπήσεις τη βροχή. Όπως κι εγώ. Όπως κι εσύ.

Δευτέρα 14 Οκτωβρίου 2013

Αίμα




"... Θα βρεις λοιπόν φίλε αναγνώστη, στις σελίδες ετούτες την κόκκινη γραμμή, καμωμένη από στάλες αίμα μου, που σημαδεύει την πορεία μου ανάμεσα στους ανθρώπους, στα πάθη και στις ιδέες.."

Ν. Καζαντζάκης




Οι σκέψεις χοροπηδούν καθώς το αίμα στάζει από παντού, δεν ξέρουν που να πάνε και που να κρυφτούν. Παιδιά πληγωμένων ονείρων είναι οι υπάρξεις μας. Η οργή ακατάπαυστη σαλεύει μέσα στα σκοτάδια του κόσμου τους. Δυο μάτια βουρκωμένα αγναντεύουν τις πύλες άλλων κόσμων. Μέσα σε ένα ψέμα θα προτιμήσουν να ζουν από εδώ και πέρα. Και τούτη εδώ η Γη ποτισμένη από το αίμα των ανθρώπων, ακόμα δεν έπαψε να θρηνεί τα παιδιά της.Από τον Πειραιά, μέχρι τη Λαμπεντούζα, από την Αθήνα μέχρι το ερημικό Αφγανιστάν, από την Κούβα μέχρι τα βρώμικα στενά σοκάκια της πολυπληθούς Κίνας ο χορός του αίματος ψάχνει να βρει το ταίρι του. Ποιος κύκλος άνοιξε και δε λέει να κλείσει; Ποια φαντάσματα κυκλοφορούν ξανά ανάμεσα μας; Ποιο σκοτάδι αναδύθηκε ξανά από τα έγκατα της γης; Πάνω ψηλά στα πολυθρύλητα βουνά μορφές πλασμένες από σωματίδια αέρα αγναντεύουν. Άλλες υπάρχουν ακόμα μέσα σε αυτό που άλλοι ονομάζουν ζωή. Άλλες έχουν μέσα τους τη ζωή και τη σάρκα τους βυθισμένη στο χώμα. Τι σημασία έχει το όνομα; Θα μπορούσε να είναι Αλέξης, Παύλος, Μαλάλα ή χιλιάδες ανώνυμοι πνιγμένοι. Ή πάλι κάποιοι δολοφονημένοι, νεκρά μωρά, νεκρές μανάδες, που μία στιγμή ορυμαγδού βομβών ή μια ριπή -ανέμου ή όπλου αλήθεια;- τους στέρησε τη δυνατότητα να φαντάζονται ένα καλύτερο μέλλον. Το αίμα δεν έχει πατρίδα. Όπως τα διαβατάρικα πουλιά που σήμερα βρίσκονται εδώ και αύριο εκεί χωρίς των υπολογισμό συνόρων, κακουχιών, αποστάσεων και πατρίδων έτσι και το αίμα, το νωπό πορφυρό αίμα, δεν έχει στάσεις. Δεν έχει ελέγχους. Δεν έχει σημαίες να ποτίσει. Το αίμα είναι παντού αίμα. Με τέτοιο έχει ποτιστεί ολάκερη η Γη σε εποχές ατέλειωτης παρακμής. Το αίμα συνεχώς κυλάει. Μεταλλάσσεται, εξελίσσεται, ζει, ονειρεύεται, πονάει, σχεδιάζει, δημιουργεί, θέλει, πιστεύει, αγαπάει, λατρεύει. Ποτέ όμως δεν χάνεται. Σε μια ατέρμονη ροή, το αίμα παραμένει αίμα. Χιλιάδες τα ποτισμένα από αυτό μάτια που φωτίζουν ένα μέλλον. Καλύτερο ή χειρότερο είναι επιλογή όλων. Το αίμα όμως πάντα χαράζει το δρόμο.

Δευτέρα 9 Σεπτεμβρίου 2013

Βαβέλ

Γλώσσες και κουλτούρες μπλεγμένες, σαν χέρια μπλεγμένα με πόδια. Ο φόβος που κυριαρχεί, ανθρώπινο συναίσθημα πόνου χαμένου σε όρη σε λίμνες, σε ποτάμια χωρίς έλεος, χωρίς τέλος, καταστρέφονται όλα γύρω σου, μπλεγμένα, μπερδεμένα σαν την Γκερνίκα ενός Πικάσο, χαμένα σε τέλμα όλα οδεύουν. Περίεργη  σκέψη, φτερωτό το μυαλό και μέσα εκεί μια Παναγιά που θηλάζει τα παιδιά της. Σε ελπίδες φωτός χαμένες ζωές, ξεχασμένες στα χαλάσματα και στα ερείπια νέων κόσμων κομμένα κεφάλια, ξεκοιλιασμένα παιδιά και όνειρα χαμένα σε δύο διαφορετικές ζωές που ψάχνουν ένα νόημα να βρουν σε διαστάσεις ξεχασμένων Παραδείσων. Ούριος ο άνεμος που φυσά καθώς ο ήχος  του βιολιού σαλπίζει στο μυαλό σου και  βρίσκεσαι ξεχασμένος, μπερδεμένος πνιγμένος καθώς δεν ξέρεις αν αυτό είναι το πρέπον γι' αυτούς το σωστό για σένα. Διχασμένοι, χωρισμένοι κόσμοι όπως τα δύο ημισφαίρια του εγκεφάλου πολιτισμός για γέλια εδώ ποιος ξέρει αν είναι το ίδιο και από εκεί. Είναι η άλλη πλευρά η χαμένη η αδιάβατη η σκοτεινή που ανθρώπου μάτι δεν έχει δει δεν την έχει πλανέψει ο άνεμος και κανείς δεν ξέρει για αυτήν προς τα που πάει. Μέσα σε στοιχειωμένα σοκάκια, οι λάσπες των δρόμων  λαμβάνουν την όρεξη του πουθενά για το μέλλον. Τα ποντίκια γρυλίζουν και βρίσκονται σε θέσεις μάχης. Στον κυκεώνα των στιγμών και στις λέξεις του απείρου τριγυρνούν τα λιοντάρια. Οι σκέψεις οι λεύτερες και οι λυπητερές αδειάζουν το μυαλό σου. Πάντα εκεί, στο τέρμα των ματιών στο φως και στη στιγμή του ονείρου. Χάνονται όλα για να χτιστεί το νέο. Διαλύονται τα πάντα για να οικοδομηθούν περισσότερα. Βρίσκεται το μέλλον με οδηγό το γκρίζο παρελθόν. Χωρίς την ελπίδα, χωρίς ερωτήσεις, χωρίς βεβαιότητες. Σε άλλες γλώσσες, άλλους τόπους, άλλους καιρούς.

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2013

Φθινόπωρο

Ποτέ δε γνώρισες όσα ήθελες να μάθεις. Πάντοτε γύρευες πλάνες αλήθειες. Με αιθέριες μουσικές σε βροχερές ημέρες ανακάλυπτες την τραγικότητα της ύπαρξης σου. Βλέποντας γύρω σου το απόλυτο κενό απογοητευόσουν για όλα όσα βίωνες. Γρήγορος ο ρυθμός και πλανερή η μοίρα. Απ' τα σημάδια των καιρών πάσχιζες να καταλάβεις όσα πίστευες ότι μπορούσες να νιώσεις. Πολλοί σου είπαν τον τρόπο σου ν' αλλάξεις. Αρεστός να γίνεις στους ασήμαντους. Το φθινόπωρο σου βαστούσε χρόνια. Κι όλο περίμενες να έρθει ο χειμώνας για να σου φέρει την άνοιξη. Ξέρεις τώρα πως πλανιόσουν οικτρά. Γιατί την άνοιξη μόνος σου τη δημιουργείς. Στο ρυθμό της κιθάρας λίκνιζες το κορμί σου, παρατηρώντας τους άλλους να χάνονται στην ασημαντότητα της δήθεν ύπαρξης τους. Η απόφαση είχε παρθεί μα το φθινόπωρο δεν έλεγε να φύγει. Ήξερες πως κάτι σε βάραινε και θα 'πρεπε να το αφήσεις πίσω αν ήθελες να προχωρήσεις. Και πίστευες πως δε μπορούσες, εσύ που τόσα είχες πετύχει. Πίστευες πως ποτέ δεν θα τα κατάφερνες τον εαυτό σου να λυτρώσεις. Και με τρεις λέξεις μαγικές προσπάθησες τα ξόρκια να λύσεις. Εγώ δε φοβάμαι, έλεγες. Και ξαφνικά το θαύμα άρχισε να παίρνει σάρκα και οστά. Τα φύλλα του γερασμένου δέντρου άρχισαν να κιτρινίζουν. Το φθινόπωρο βάθαινε, προμήνυε το τέλος του. Και για πρώτη φορά πρόσεξες πως λάμπουν τ' αστέρια στο νυχτερινό ουρανό. Και η απαλή βροχή χάιδευε πλέον ,αντί να μαστιγώνει όπως παλιά, το πρόσωπο σου. Και μια μέρα ηλιόλουστη κατάλαβες πως το φθινόπωρο είχε φύγει. Δεν ήξερες αν ήταν ψέμα ή αλήθεια, μα αποφάσισες να το χαρείς και να το ζήσεις. Κι έτσι περνούσε ο καιρός. Έτσι περνούσαν τα χρόνια. Και το φθινόπωρο άρχισε να σου λείπει. Άρχισες να νοσταλγείς τις στιγμές που βίωνες τότε. Και ένα δάκρυ, όπως άλλοτε οι σταγόνες τη βροχής, πότισε το μάγουλό σου. Γιατί είχες ερωτευτεί το φθινόπωρο σου. Και όταν το έχασες για πάντα κατάλαβες τι άφησες να φύγει. Και τώρα πια μιλάς στους μικρότερους και δασκαλεύοντας τους λες με τη γνώση του χρόνου σου, με το βάθος των ματιών σου: Αγάπα την κάθε εποχή σου και μη την αφήνεις να φύγει. Όσο σκληρή, όσο δύσκολη και να φαντάζει πάντα κάτι έχει να σου δώσει. Μα ένα μόνο πράγμα ποτέ σου μην ξεχάσεις. Πως για να έρθει η άνοιξη πρέπει πρώτα να περάσει το φθινόπωρο και ο χειμώνας. Γι' αυτό μην αφήνεις το χρόνο να περνά. Μην αφήνεις το χρυσάφι σου να φεύγει απ' τα χέρια σου. Μην αφήνεις τον κόσμο σου στα χέρια τους.

Τρίτη 27 Αυγούστου 2013

Ηλιαχτίδα

Ο ήλιος ολόλαμπρος ακουμπάει στο περβάζι του παραθύρου τις κουρασμένες του ακτίνες.  Μια στιγμή ξεκούρασης και γι αυτόν μετά από το δύσκολο ταξίδι. Μικρές σκέψεις, ασήμαντες στιγμές, στριφογυρίζουν στο μυαλό σου. Έτοιμος πάλι για ταξίδια του νου και της ψυχής ακουμπισμένος στην πλώρη του πλοίου. Ποιος γνωρίζει τον προορισμό της ψυχής και ποιος ζητά να μάθει την απαρχή των ονείρων; Ιδανικές ημέρες ξεκινούν χαμένες σε τρομερές στιγμές του παρελθόντος. Αυτά που ήξερες πλέον έχουν αλλάξει και νέες εμπειρίες προσμένουν να τις γευτείς. Στο ταξίδι αυτό ξέχνα όσα έμαθες. Εδώ προορισμός δεν είναι η ύλη, είναι ο νους και η καρδιά. Ξέρω ανόητα και ασήμαντα τούτα όλα μοιάζουν και ψάχνεις, συνέχεια ψάχνεις,  να ορίσεις μια στιγμή σαν σημείο αναφοράς για να ξαναγίνεις αυτό που θα πρεπε να είσαι από την αρχή. Φωνές μικρών παιδιών γυρνάνε στο κεφάλι σου. Παιδικά παιχνίδια και έρωτες πλανεύουν το μυαλό σου. Μη φοβηθείς, μην κάνεις πίσω. Τα όνειρα σου όλα τώρα σε φωνάζουν. Μην ξεγελαστείς στο δρόμο σου και χάσεις την ψυχή σου. Αν κάτι θέλεις ν' αφήσεις πίσω άσε το εγώ σου. Βαρίδι στο ταξίδι σου είναι έτσι κι αλλιώς και χάνεις το σκοπό σου. Κι αν τέρατα πολλά θα δεις και αίμα να κυλάει, εσύ μη σκιάζεσαι απλά το δρόμο σου συνέχισε. Τότε είναι που τ' αστέρια θα αντικαταστήσουν το φως του ήλιου και οι χαμένες μέρες σου θα αποκτήσουν νόημα. Δε το χες καταλάβει πως έπρεπε να περάσεις από την κόλαση για να βρεις τον παράδεισο; Τώρα λοιπόν που τό μαθες κι αυτό απάντα στον ποιητή σου. Και πες του στο δικό σου αιώνα εσύ τι βλέπεις. Ξέρω είναι δύσκολο να περιγράψεις το χάος με λόγια. Αλήθεια ξέρω. Βρες όμως τη δύναμη και κάνε τη σκέψη σου πραγματικότητα. Ακολούθησε το δρόμο σου και γέμισε την καρδιά σου. Γέμισε εμπειρίες και νόημα τη ζωή σου. Και έτσι πιο άνθρωπος και γεμάτος γνώσεις δίδαξε το δρόμο σου σε νέους τόπους. Γίνε αυτό που είσαι, ξαναγίνε ο εαυτός σου. Ξέρω πως το θες και ξέρεις πως μπορείς. Και γίνε εσύ ο εξόριστος εκείνος ποιητής...

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2013

Είναι που θέλουμε...

Είναι που τα 'χεις όλα μαζεμένα. Τις σκόρπιες σκέψεις σου, τις ιαχές του πλήθους και τους φόβους σου. Είναι που έχεις συνηθίσει να γιορτάζεις μέσα στις λύπες σου και την ασχήμια να τη βλέπεις όμορφη. Είναι οι μικρές στιγμές της ύπαρξης σου που διαιωνίζουν το εγώ σου. Κουκκίδες πάνω στο χαρτί μοιάζουν τα γραπτά σου. Μα είναι που δε θες το ψέμα και πιστεύεις στην αλήθεια. Μικρό παιδί ακόμα ήσουν και τα παραμύθια τα αμφισβητούσες. Είναι που ξέρεις πως με τη θέληση σου αυτός ο κόσμος κάποτε θ' αλλάξει και που δεν πιστεύεις όσα οι άλλοι σου προστάζουν για οδηγούς. Είναι που θες να χάσεις το εγώ σου για να βρεις τον εαυτό σου. Σε πόλεις μακρινές θέλεις να τριγυρίσεις και νέους δρόμους για την καρδιά σου να φτιάξεις. Το τέλος κανένας δε το ξέρει όμως για σένα το μόνο που μετράει είναι το ταξίδι. Είναι βλέπεις που θες να χαθείς από τα περασμένα και να κερδίσεις τα χρόνια που χάρισες στο φόβο. Και τώρα μέσα από τα γραφόμενα βρήκες το γιατρικό σου και είναι αυτό που θες να κάνεις ριζικό σου. Ταξίδια μακρινά, όσο πιο μακρινά, είναι που θες να γευτείς. Του κόσμου τα πεζοδρόμια,τους δρόμους, τις πλατείες να ρουφήξεις ηδονικά με το βλέμμα σου. Είναι που ξάφνου θέλησες να βρεις τον εαυτό σου.  Κάποιον που νόμιζες πως ήξερες μα τώρα τον μαθαίνεις. Είναι που θες τον κόσμο σου ν' αλλάξεις. Μάθε όμως τούτο: Δύσβατος ο δρόμος της καρδιάς κι επιστροφή δεν έχει. Μα είναι -είπαμε- πως θέλουμε να βρούμε τους εαυτούς μας. Είναι αυτό που είπαμε, να ξαναγίνουμε Άνθρωποι.

Κυριακή 18 Αυγούστου 2013

Φεγγάρι

Κοιτάζω εσένα φεγγάρι μου και μαζί σου ταξιδεύω σε καιρούς μελλούμενους, σε θύμησες του παρελθόντος. Πόσα έχεις δει και πόσα ακόμα θα δεις και θα γεμίσει η ψυχή μου. Στον έναστρο ουρανό είσαι ο βασιλιάς που βλέπεις τη ζωή μου. Πες μου λοιπόν για όσα έκανα, αν έπραξα σωστά και για όλα τα ερχόμενα πως να βρω την άκρη. Στου δωματίου τις γωνιές, ασημοστόλιστες απ' το φως σου, διάφορες παιχνιδιάρικες σκιές χαράζουν νέους κόσμους. Μα όσα και να είδες μη τα φανερώσεις, τα μυστικά και τις αλήθειες μου στο φως να μην τα δώσεις. Ας μείνουν εκεί που βρίσκονται κρυμμένα μες το φως σου και τα όνειρα τα παιδικά θα εμφανιστούν εμπρός σου. Και αν βρήκες και συ το δρόμο σου χάραξε και τον δικό μου, μα εγώ δε θα αφεθώ αυτό ειν' το ριζικό μου. Εγώ το δρόμο της καρδιάς θα πάρω για οδηγό μου και κάτω απ' το δικό σου φως θα πνίγω το εγώ μου. Και όσα είδες πια εσύ μέσα στους αιώνες, σκόνη και ερείπια έγιναν και φτιάχνεις νέες εικόνες. Για όσα θα έρθουν και θα είναι τα καλύτερα ζήτησα απ' το μέλλον να έρθει μια ώρα αρχύτερα. Πόσοι ερωτευμένοι λούστηκαν με το φως σου και πόσοι όρκοι δόθηκαν επάνω στ' όνομα σου; Είδες πολλά και άκουσες άλλα τόσα. Ψεύτικες υποσχέσεις και κάλπικες αλήθειες. Φιλίες που διαλύθηκαν και όνειρα που σβήσαν κάτω από το βλέμμα σου όλα ξαφνικά σιωπήσαν. Κι ήρθε μια μέρα που κι εγώ που σε λατρεύω τόσο είπα το λόγο μου να πω κι έτσι να ξεχρεώσω. Μα στην πορεία μου δε χωράει βοήθεια και μόνος μου ζητάω να βρω την όποια αλήθεια. Με της καρδιάς τη δύναμη και οδηγό το φως σου, θα τριγυρίσω τη ζωή και ότι βρω θα ειν' δικό σου. Και αν στο τέλος νικηθώ και τίποτα δεν πετύχει τίποτα δεν θα χω να σου πω, πως άφησα στην τύχη. Δε θα μετανιώσω, τ' όνειρο δε θα προδώσω και σένα το φεγγάρι μου θα 'ρθω να ανταμώσω.

Σάββατο 3 Αυγούστου 2013

Ελπίδα


Πριν από καιρούς πολλούς ήρθε στη γη ένα παιδί. Στα γεννοφάσκια του δεν γέλαγαν μα έκλαιγαν οι άνθρωποι. Τον κόσμο θ' άλλαζε λέγαν οι θρύλοι τούτο το παιδί και οι τρανοί ολάκερης της γης ζώστηκαν την πανοπλία του μίσους. Και το παιδί μεγάλωνε σαν το δέντρο που γεμίζει καρπούς και όλο έλεγε πως αυτός ο κόσμος είναι πικρός και άδικος και χρειάζεται αλλαγή. Ξεκίνησε λοιπόν το ταξίδι του στη ζωή περιδιαβαίνοντας σε διάφορους τόπους, γνωρίζοντας ανθρώπους και μιλώντας με τα δέντρα και τα πουλιά. Όμως όσο προχωρούσε τόσο γερνούσε. Και έτσι μετά από δύο χρόνια έμοιαζε ήδη σαν να ήταν εβδομήντα χρονών. Τι να 'ταν αυτό που τον γέρασε έτσι ξαφνικά; Αυτό αναρωτιόνταν όλοι όσοι τον γνώρισαν και μάθαιναν την πραγματική του ηλικία. Το παιδί μέσα του ήξερε. Όμως το μυστικό του αυτό το κράταγε κρυμμένο. Και συνέχιζε το ταξίδι του. Περνώντας λοιπόν από μια χώρα που τα ποτάμια δεν κυλούσαν πια, έμαθε για ένα σοφό γέρο που είχε ζήσει αμέτρητα χρόνια και κανείς δεν ήξερε την πραγματική του ηλικία. Έψαξε λοιπόν να τον βρει και να μιλήσει μαζί του. Έτσι και έγινε και ξάφνου το παιδί βρέθηκε μπροστά στο σεβαστό γέροντα. Παρ' όλο που τους χώριζαν αιώνες ζωής, η όψη τους ήταν ίδια.
Τότε ο γέροντας μίλησε:
-Παιδί μου τι γυρεύεις; Γιατί δε γυρνάς στον τόπο σου;
- Γέροντα αποφάσισα να γυρίσω τον κόσμο. Και αποφάσισα να τον αλλάξω. Γιατί είναι άδικος και σκληρός και δεν έχει την αγάπη και την ελευθερία μέσα του.
-Μην πλανάσαι αγόρι μου.Χειμώνες αμέτρητους είδαν τα μάτια μου, μα άνθρωπο ν' αλλάζει δεν αντίκρισα.
- Με όλο το σεβασμό γέροντα. Κανείς δεν άλλαξε, γιατί κανείς δεν το θέλησε.
Ένα δάκρυ κύλησε τότε στα ρυτιδιασμένα μάγουλα του γέροντα και αποκρινόμενος στο γερασμένο παιδί είπε:
-Καλό ταξίδι γιε μου.
Το παιδί συνέχισε το δρόμο του και μια μέρα εκεί που βρισκόταν δίπλα σε μια λίμνη είδε τη στιγμή που ένα λουλούδι άνθισε. Και αποφάσισε πως ήταν καιρός να επιστρέψει στον τόπο του μιας και έστω μια μικρή αλλαγή είχε συντελεστεί. Γυρνώντας στα μέρη όπου μεγάλωσε διαπίστωσε ότι το γερασμένο δέρμα του και τα άσπρα του μαλλιά άρχισαν να εξαφανίζονται και να παίρνουν ξανά την όψη που θα έπρεπε να έχει ένα παιδί της ηλικίας του. Έτσι φτάνοντας στο χωριό του δεν ήταν παρά ένα ακόμα παιδί ανάμεσα στα άλλα. Αμέσως οι χωριανοί έπεσαν πάνω του να το ρωτήσουν τι είδε στο ταξίδι του και αν κατάφερε τελικά να αλλάξει τον κόσμο. Και τότε το παιδί τους απάντησε:
Είδα πολλούς ανθρώπους και πολλά μέρη. Όσο για το αν άλλαξα τον κόσμο; Ένα μόνο θα σας πω:
Είδα ένα λουλούδι να ανθίζει.

Παρασκευή 26 Ιουλίου 2013

Μικρές, ασήμαντες στιγμές

Μικρές ασήμαντες στιγμές που κρύβουν την αλήθεια. Εκεί σε βρήκα, κάτω απ' το παράθυρο με την ανθισμένη τριανταφυλλιά όταν όλα γύρω μας έμοιαζαν να ταράζονται. Και εσύ γαλήνευες τη σκέψη μου. Μ' ένα χαμόγελο σου έπαιρνες μακριά το μίσος όλου του κόσμου. Στα πλακόστρωτα δρομάκια της παλιάς πόλης που γυρνάγαμε μέσα από μυρωδιές φρεσκομαγειρεμένων φαγητών και των ποτισμένων βασιλικών στα μπαλκόνια έπιασες το χέρι μου. Εκεί που ο αχός της θάλασσας βούιζε στο μυαλό μου. Και όμως το μίσος βρισκόταν πάντα εκεί να θυμίζει σε όλους την ύπαρξη του κόσμου. Και σε δυο μικρές στιγμές γνώρισα όσα άνθρωπος ποτέ δε θα γνωρίσει. Και μαζί σου είδα παιδιά σκελετωμένα να ζητιανεύουν για ένα πιάτο φαΐ. Είδα ανθρώπους απ' τα πέρατα της γης να ψάχνουν τον Παράδεισο. Υπήρχαν γέροι που όλη τη ζωή κάρπιζαν για να δρέψουν στο τέλος, μα το μόνο που βρήκαν ήταν ένα φλιτζάνι του καφέ και ένα παξιμάδι. Εργάτες που πάλευαν στο μόχθο της σύγχρονης δουλείας για να ταΐσουν τις ψυχές που έφεραν στον κόσμο. Είδα νεκρούς, πολλούς νεκρούς, σε όλη την οικουμένη. Είδα την ύλη να νικάει τη ζωή, το πνεύμα και την ψυχή. Και σιχάθηκα. Και ένιωσα πως αυτός ο κόσμος δεν αλλάζει. Μα ξάφνου η πίστη γέμισε τη θέληση μου. Έγινε κομμάτι των κυττάρων μου και πίστεψα. Κι αυτή την πίστη μου δυνάμωσες εσύ. Γιατί όταν το βλέμμα σαν πουλί ταξιδεμένο έψαχνε για άλλους γαλάζιους ουρανούς, μου μίλησες και μου πες να μην αποδιώχνω τα μάτια μου από τη θλίψη. Γιατί μου πες πως αυτή η παρακμή δε θ' αλλάξει ποτέ όσο κοιτάμε αλλού. Και τότε είδα καθαρά. Είδα το γέρο με τον καφέ να χαμογελάει στη γυναίκα του. Είδα τον εργάτη ν' αγκαλιάζει τα παιδιά του. Είδα τα παιδιά να παίζουν και να χαίρονται σε πράσινα λιβάδια. Και πίστεψα στη θέληση μας. Και είδα όλους τους καταφρονεμένους, αγκαλιασμένους να σπέρνουν τη γη και να χτίζουν ένα νέο κόσμο. Και όλα αυτά σε δυο μικρές, ασήμαντες στιγμές.

Τρίτη 23 Ιουλίου 2013

Φόβος

Ξεχασμένος ήσουν, μα ήρθες πάλι μέσα στην έναστρη νύχτα. Ψίθυροι φόβου γέμισαν το κεφάλι μου κάτω από ανθισμένους ουρανούς. Τόσο καιρό κρυβόσουν μα εμφανίστηκες ξανά. Ποιος ξέρει τι γυρεύεις από μένα και τούτη τη φορά. Η αγωνία μου διέξοδο έψαχνε να βρει και πάλι εμφανίστηκες εμπρός μου στήνοντας ένα μαύρο τοίχο στο διάβα μου. Όμως γελάστηκες γιατί τούτη η φορά δεν είναι σαν τις άλλες. Τώρα δεν υπάρχει γυρισμός για το ποτάμι των ονείρων και του χρόνου. Λάγνες ματιές σιχαμερών ερπετών ακόμα νιώθω στο πετσί μου. Τα αφήνω εκεί. Αυτή είναι η μοίρα τους, η προδιαγεγραμμένη. Και πάντοτε θα σέρνονται στο βούρκο της ζωής τους. Σπάω τα σύνορα και βρίσκω πατρίδες ονειρικές περιγραφές ξεχασμένων τοπίων. Τώρα ο τοίχος που έστησες φαντάζει αστείος. Τώρα μικρό παιδί δεν είμαι πια και ξέρω την αλήθεια. Ο φόβος σου νικιέται με τη θέληση. Μια θέληση ατσάλινη που καμώθηκε από καιρούς φοβισμένους. Εκεί μέσα βρέθηκε το υλικό που φτιάχνονται τα όνειρα, εκεί μέσα παράτησα όλους μου τους φόβους. Γιατί -μάθε το στ' αλήθεια και αυτό- κανένα άνθρωπο δε φοβήθηκα στη ζωή μου παρά μόνο τον εαυτό μου. Και πλέον, ελεύθερος από δεσμά και δεσμοφύλακες παλεύω για την ελευθερία. Το αν θα τη βρω ποτέ δεν είναι το ζητούμενο. Και μόνο η πορεία αυτή προς το ιδανικό, φτάνει. Κάποιες φορές ίσως και να καταλαβαίνω την όλη ματαιότητα του πράγματος. Ποτέ όμως δε θα πάψω να παλεύω. Για άλλη μια φορά δεν έχεις με τι να με γεμίσεις γιατί ο δρόμος ο κακοτράχαλος και δύσβατος, είναι πια ο δρόμος μου. Φόβε, δε θα πω δε σε φοβάμαι πια. Γιατί και συ κομμάτι της ζωής μου γίνηκες. Θα πω μονάχα πως σε αγνοώ. Κ' ίσως ξανασυναντηθούμε πια πολλές φορές. Μα καμία από αυτές δε θα 'ναι όπως πρώτα. Γιατί το ύψιστο ιδανικό, δε χωράει το φόβο μέσα του.

Παρασκευή 12 Ιουλίου 2013

Φτερούγισμα

Χαροπαλεύουν οι στιγμές στην άκρη των αφρισμένων κυμάτων. Μετρούν τις ώρες και τα λεπτά. Μικρές ξύλινες ράβδοι κοντοστέκονται διστακτικά και δεν γνωρίζουν προς τα πού να πάνε. Μπροστά ή πίσω; Βιολιά και κιθάρες ερωτοτροπούν μεταξύ τους καθώς στο βάθος, στους μακρινούς ορίζοντες, αχνίζουν τα χώματα απ' τον αέρα της ερήμου. Βουνά με μικρές φωτιές αναμμένες από τους βοσκούς φωτίζουν τη νύχτα. Δυο πουλιά πετούν για να φτάσουν τον ουρανό, μα τα φτερά τους ειν' σπασμένα. Και κάπως έτσι, ερμηνείες αιώνων ανατρέπονται. Δυο γενιές περνούν από μπροστά μας σαν ψηλά κατάρτια παλιών ιστιοφόρων. Ξάφνου οι ριπή του ανέμου μπλέκει τα μαλλιά σου. Ήρθες απ' το ταξίδι σου σ' ένα καταραμένο τόπο. Μέσα στην ανείπωτη γλύκα νοσταλγικών στιγμών, εσύ γιορτάζεις την τελευταία μέρα της ζωής. Που δεν ξέρεις πότε θα 'ναι, δεν ξέρεις πώς θα είναι. Και έτσι δε σε νοιάζει. Όταν εκείνη η ώρα φτάσει, θα έχεις ήδη ζήσει τη ζωή σου. Και έτσι την πολυπόθητη για σένα ώρα θα καλωσορίσεις. Στο βάθος μέσα σου όμως γνωρίζεις. Πως όταν το χελιδόνι φτερουγίσει -ίδιο με την αέρινη ψυχή σου- δεν θα πεις πως κουράστηκες. Δε θα το πεις γιατί θα έχεις στ' αλήθεια ζήσει τη ζωή σου.

Τετάρτη 10 Ιουλίου 2013

Φυγείν αδύνατο;


"Την ειμαρμένην ουδ’ άν εκφύγοι" 
-Σωκράτης-

Απίθωσα την καρδιά μου στην ξεραμένη γη. Της μίλησα γλυκά και στοργικά για τα μελλούμενα. Δεν είχε σταματήσει να χτυπά. Φτερούγες αγγέλων δρόσιζαν την υπόσταση της. Της είπα τι θα δει και τι θα ζήσει. Όχι πως το 'ξερα. Μήτε το πρώτο γράμμα απ' ότι ήταν γραφτό να γίνει δεν μάντευα. Μα της μίλησα για θάλασσες και ουρανούς. Της μίλησα γι' αγάπη. Της μίλησα για θάνατο. Της μίλησα για όσα μάντευα και για όσα ενστικτωδώς οι άνθρωποι γνωρίζουν. Γιατί ήταν άδεια από γνώση. Και εγώ τη λύτρωσα. Ποιος ξέρει τι της είπαν άλλοι και έκλαψε. Την αλήθεια της εγώ της την γνώρισα. Ώσπου ξάφνου, άνθισε ένα λουλούδι. Και η καρδιά μου σηκώθηκε και περπάτησε. Και γέμισε γραμμές ζωής και χρόνια, με τις στάλες απ' το αίμα της. Και μεγάλωσε και αντρώθηκε. Μα τώρα που πάει; Γιατί θέλει να ξεφύγει απ' το πεπρωμένο; Μάταιος ο αγώνας της μα δε θέλει να το ξέρει. Και γεμίζει δύναμη και πίστη. Και βγαίνει πανίσχυρη στη στράτα των ανθρώπων. Μόνο που κάπου-κάπου κοντοστέκεται για μια στιγμή -όσο διαρκεί η λάμψη μιας αστραπής- και μοιάζει να δειλιάζει. Είναι όμως μονάχα μια στιγμή. Γιατί αμέσως μετά ξαναγεμίζει ελπίδα. Και συνεχίζει. Και συνεχίζει.

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Πίστη

Τα λουλούδια στο μπαλκόνι άνθισαν και τα πουλιά στους ουρανούς κελάηδησαν. Βρέθηκε η λύση μέσα στο μυαλό σου και αποφάσισες πως είναι ώρα να πάρεις το μερτικό σου. Μέσα σε μια ζωή σκληρή, εσύ χαμογελάς και τώρα πια γνωρίζεις και ξέρεις που πατάς.
Κυκλοφορούσες για καιρό με σκυφτό κεφάλι, μπλεγμένος σε νοήματα και καταστάσεις που κατ' ουσίαν δε σ'αφορούσαν. Ανέχτηκες την προσβολή για χρόνια και χρόνια και τη γλώσσα σου κατάπινες δίχως ν' απαντάς. Πόσο ακόμα; Αναρωτήθηκες φορές πολλές. Μα πάντα απάνταγες στον εαυτό σου ψέμματα ότι θα είναι για λίγο. Ήξερες την αλήθεια μα δε την ομολογούσες. Δεν ήταν δειλία, ήταν ανοχή. Ώσπου αποφάσισες πως αρκετά άντεξες. Ώσπου είδες το φως στην άκρη του δρόμου σου. Και πήρες την απόφαση. Και έκανες το βήμα. Και η γλώσσα δεν κρύφτηκε πια. Και το μυαλό σου άρχισε ν' απαντά. Και αποφάσισες πως τέρμα πια η προσβολή του εαυτού σου που ξεκινά από εσένα τον ίδιο. Και τα βουνά που συναντούσες στο διάβα σου γινήκαν τώρα πια άμμος. Γιατί επιτέλους γνώρισες. Γιατί επιτέλους έμαθες την καθαρή αλήθεια. Πως δεν υπάρχει εμπόδιο στο δρόμο του ανθρώπου, παρά μόνο η θέληση του. Και πλέον οι προσβολές δε σε αγγίζουν, οι φθονερές οι γλώσσες δε σ'ακουμπάνε πια. Γιατί η πίστη σου σε 'σένα είναι πια η δύναμη σου. Η πίστη σου σε 'σένα ορίζει τη ζωή σου.

Τετάρτη 3 Ιουλίου 2013

Φθορά του χρόνου

Πως να ξεφύγεις απ' τη φθορά του χρόνου και απ' τα λόγια τα σοφά ενός προγόνου; Όσα καιρό βασανίζουν την ψυχή σου ξέρεις πως τα βλέπεις με σημάδια στο κορμί σου. Η γαλήνη που νιώθεις δεν ταράζεται. Έχεις βυθιστεί μέσα της. Το κύμα που σκάει στην αμμουδιά, σου θυμίζει τα περασμένα. Και νοσταλγείς πολλά. Αχνοφαίνεται στο βάθος το τέρμα της βραδιάς και η μοίρα υφαίνει στα μάτια σου τα μελλούμενα. Σε μακρινές πολιτείες γυρνάς - ως άλλος Οδυσσέας - ψάχνοντας αυτό το οποίο ακόμα δεν έχεις βρει. Χωρίς πυξίδα. Χωρίς να ξέρεις που πας και γιατί ταξιδεύεις. Τα φώτα στους δρόμους θαμπά, στριφογυρίζουν οι λέξεις στο μυαλό σου. "Μην ξεχαστείς" άκουσες μια νυχτιά και από τότε αυτό έγινε το ριζικό σου. Μα εσύ μαντεύεις τις στιγμές και ζωγραφίζεις στα λείψανα του χρόνου. Γνωρίζεις πως απ' τη φθορά του δε γλυτώνεις μα δε νοιάζεσαι διόλου. Φθαρτό και άφθαρτο για σένα σχετικά αφού γνωρίζεις πως κάθε τέλος σηματοδοτεί μια νέα αρχή. Τα όνειρα ποτέ δεν τελειώνουν και στο αέναο ταξίδι της ψυχής, έχεις τη γνώση πως δεν υπάρχουν δρόμοι απροσπέλαστοι. Στα βράχια επάνω κυματοδέρνεται η ζωή σου. Και εσύ αφήνεσαι. Αφήνεσαι γιατί ξέρεις πως αυτό είναι το όμορφο. Εξάλλου ο χρόνος ποτέ δε σταματά και υλικά -το ξέρεις αλήθεια;- απ' τη φθορά του δεν ξεφεύγεις. Και έτσι το μόνο που σε νοιάζει είναι και το πιο σημαντικό: Να μη φθαρεί και η ψυχή σου από αυτή την πλανεύτρα, από αυτή την ανίκητη, τη φθορά του χρόνου.

Δευτέρα 10 Ιουνίου 2013

Αιωνιότητα

Μαραμένα τα φύλλα των δέντρων ακουμπούν απαλά στη γη, την τελευταία στιγμή της ύπαρξης τους. Βρίσκομαι στο δάσος της σκέψης γι' ακόμα μια φορά παλεύοντας ολομόναχος να χαλιναγωγήσω τα αρχέγονα ένστικτα του είδους μας. Το νωπό χώμα βουλιάζει καθώς πατάω πάνω του. Στιγμές-στιγμές αιωρούμαι. Και για ακόμη μια φορά παύω να υπάρχω στο τώρα. Οι κορμοί των δέντρων γύρω μου, σάπια κουφάρια βυθισμένων πλοίων. Και ξαφνικά αρχίζει η βροχή. Μια βροχή λυτρωτική που μουσκεύει τα ρούχα μου και γεμίζει το στόμα μου νερό. Και κάπου εκεί, στη μέση του δάσους και στον καλπασμό της βροχής πάνω στα σώματα μας, συναντιόμαστε. Και δε χρειάζεται πλέον να μιλήσεις. Και δε σου φτάνουν τα όχι μου και τα μη. Τα μάτια σου δρόμος και θάλασσα που ανοίγουν νέους ορίζοντες και νέους κόσμους εμπρός μου. Μα εγώ δε μπορώ να ταξιδέψω πια. Άφησα τα χνάρια μου σ' αυτή τη γη, σ' αυτά τα μέρη. Κι όσο και αν με καλείς στο δικό σου πέλαγος και όσο και αν με θέλγουν οι ονειρικές σου διαστάσεις, θέλοντας και μη παραμένω χαμένος στο δάσος. Παραμένω στο εδώ και στο τώρα. Όμως μη φεύγεις. Μη με αφήνεις μόνο μου εδώ πέρα. Είναι σκοτεινά και βρώμικα εδώ. Άσε μου κάτι από το μεγαλείο σου και την υπόσταση σου για να 'χω συντροφιά. Και αν στο τέλος δε μπορείς εμένα να πάρεις, πάρε τουλάχιστον μαζί σου τη ψυχή και την καρδιά μου. Και άσε τα φύλλα τα ξερά να υφαίνουν το χαλί του δάσους. Και άσε τα βιολιά να παίζουν. Έτσι κι αλλιώς μόνη είσαι και είμαι μόνος. Τι σημασία έχουν αλήθεια τα χρόνια μπροστά σου; Αφού εσύ αποφασίζεις ποιος θα διαβεί το κατώφλι του χρόνου. Αφού εσύ ορίζεις τα μελλούμενα. Δύσκολες εποχές, ζοφεροί καιροί. Και όσο συνεχίζει η βροχή να μουσκεύει το χώμα, εσύ απομακρύνεσαι. Και ξαφνικά μιλάς και λες τα πρώτα και τελευταία σου λόγια. "Θα ξανάρθω" μου λες. "Φρόντισε να είσαι ακόμα εδώ". Και η βροχή σταματάει. Και ένα λουλούδι ανθίζει. Και βρίσκω επιτέλους το μονοπάτι που έψαχνα για χρόνια να βρω.

Πέμπτη 6 Ιουνίου 2013

Μη φοβάσαι το σκοτάδι

Μη φοβάσαι το σκοτάδι, κρύβει μέσα του φως και όπως είπε και ο μεγάλος Γερμανός πρέπει να έχεις χάος μέσα σου για να γεννήσεις ένα αστέρι που χορεύει. Στα ονειροπαλέματα του νου γι' άλλη μια φορά βρίσκεσαι χαμένος. Η εκτυφλωτική λάμψη του φωτός ζαλίζει το μυαλό σου και δεν ξέρεις που θα βρεθείς το επόμενο λεπτό. Σε πόλεις και σε χώρες μακρινές θα ταξιδέψει πάλι η ψυχή σου. Μα το σκοτάδι που σε περιβάλλει θα είναι πάντα εκεί μαζί σου. Στο κάτω-κάτω τι να φοβηθείς; Μέρος του εαυτού σου είναι και αυτό. Ευχή και κατάρα για σένα, μάνα και αδελφή. Μη φοβάσαι το σκοτάδι. Γιατί πράγματι κρύβει μέσα του φως. Ένα φως που δεν έχεις καταφέρει ακόμα να ανακαλύψεις σε λίγο καιρό θα γίνει ο δρόμος που θα χαράξει τη ζωή σου. Τα πιο όμορφα και τα πιο άσχημα γεννιούνται μικρά και αυτά. Και στην πορεία γιγαντώνονται. Το σκοτάδι όμως πάντοτε θα έχει μέσα του τη λάμψη σου και ίσως γίνει αστρόσκονη που θα καθίσει πάνω στο φύσημα του χρόνου. Ίσως να μη μάθεις ποτέ. Ίσως και να ζήσεις όλα όσα ονειρεύτηκες. Ίσως καταραμένος και πληγωμένος να φύγεις και ίσως δοξασμένος. Αλλά πάντα να μην ξεχνάς πως το σκοτάδι κρύβει μέσα του φως. Και τα παραδείγματα πολλά. Και οι ώρες ατέλειωτες. Και η αιωνιότητα θα σε παρατηρεί σαν να είσαι ένας κόκκος άμμου. Μέσα  στο σκοτάδι κρύβονται οι πιο βαθιές σου σκέψεις. Το αν θα αντέξεις να τις κοιτάξεις κατάματα είναι δικιά σου επιλογή. Μα ότι και να κάνεις στο τέλος, ότι και να γίνει, δεν πρέπει να φοβάσαι. Σίγουρα τι θα βρεις δεν ξέρεις σε αυτή τη μάχη των αιώνων ανάμεσα στο χρόνο και την ύπαρξη σου. Μη νιώθεις όμως άσχημα, μη νιώθεις καταραμένος. Η κατάρα σου είναι αυτό που σε οδηγεί να ξεφύγεις από την ασημαντότητα. Είναι αυτό που γεμίζει το είναι σου. Είναι το φως που κρύβεται πάντα μέσα στο σκοτάδι. Μη βλέπεις μόνο όσα φαίνονται, κοίτα και παρακάτω. Αν τραβήξεις την μαύρη κουρτίνα, η θέα πίσω από το παράθυρο του μπαλκονιού είναι εκπληκτική. Και σου φανερώνει όλα όσα δεν πίστευες ποτέ σου ότι θα δεις. Και σου εμφανίζει νέους και άγνωστους για τους πολλούς κόσμους. Μα πίσω από την κουρτίνα βρίσκεται και το σκοτάδι. Αν φοβηθείς να την τραβήξεις δεν θα μάθεις ποτέ, δε θα γνωρίσεις ποτέ τον ονειρικό κόσμο που βρίσκεται από πίσω. Και όπως η νύχτα κάποτε τελειώνει και εμφανίζεται ο ήλιος, έτσι και το σκοτάδι κάποτε θα εξαφανιστεί και θα δεις το φως. Γιατί μην ξεχνάς πως δεν πρέπει να φοβάσαι το σκοτάδι. Όσοι αιώνες και αν περάσουν, όσα χρόνια και αν την πλάτη της ύπαρξης χαιδέψουν, πάντοτε το σκοτάδι θα κρύβει μέσα του φως και το χάος που υπάρχει θα γεννάει αστέρια που χορεύουν.

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Ταξίδι σε χώρα αλαργινή

Μου 'πες μια μέρα πως θες να ταξιδέψεις. Σε κόσμους νέους την ύπαρξη σου να χωρέσεις. Έτσι λοιπόν ξεκίνησες για μέρη μακρινά και σημάδεψες στο χάρτη νησιά εξωτικά. Τι θα βρεις δεν ήξερες, μα μύριζες τα χρώματα. Και ξάφνου βρέθηκες μπροστά σε νέες και άγνωστες για τους πολλούς θάλασσες και στεριές. Στο δρόμο σου συνάντησες μια νέα χώρα και σκέφτηκες -για μια μονάχα στιγμή- να μην σταματήσεις. Όμως σταμάτησες. Και αυτό έγινε από τότε ευχή και κατάρα για σένα. Γιατί όσο κι αν ήθελες να φύγεις και να συνεχίσεις το δρόμο σου δεν μπορούσες. Γιατί και συ μαγεύτηκες απ' τα ψηλά τα δέντρα. Γιατί και εσύ χάθηκες στους κρυσταλλένιους της βυθούς, της νέας τούτης χώρας. Γιατί γνώρισες τα μέρη που ο ήλιος ανατέλλει απ' τη Δύση και φωνή ανθρώπου δε έφτανε στ' αυτιά σου. Τα διάφανα νερά του ποταμού και η βουή τους ταξιδεύαν τη φωνή σου. Και όλο έλεγες και ξανάλεγες πως στο δρόμο πάλι θα βρεθείς. Και πως θα συνεχίσεις την πορεία σου. Μα τελικά κατάλαβες πως ήταν μάταιο να ελπίζεις σε κάτι τέτοιο, όσο τα λουλούδια στο μπαλκόνι θα συνέχιζαν να ανθίζουν.Ηδονικά αρώματα σε παρέσερναν και κάπου εκεί, στο κέντρο του κόσμου σου, εμφανίστηκε ο φόβος σου. Δε ήθελες να μείνεις μα δεν ήθελες και να φύγεις. Και όλο φοβόσουν. Φοβόσουν μην αντίκριζες ξανά δυο μάτια ανθρώπινα. Συνήθισες βλέπεις στην αγνή ματιά των ψυχών που σε περιέβαλλαν. Φοβόσουν τον ίδιο τον άνθρωπο και την κακία, το φθόνο και την αλαζονεία του. Όμως και συ- όσο και αν δε το ήθελες- στο ίδιο είδος ανήκες. Το ανθρώπινο, το πανανθρώπινο. Είδος και ιδεώδες. Και όσο και αν φοβόσουν, όσο και αν έτρεμες, ένα ήταν το μόνο σίγουρο. Πως κάποτε, πως μια μέρα που ο ήλιος θα ξεπρόβαλε πάλι από τη Δύση σ'αυτή τη μακρινή χώρα, θα συναντούσες ξανά τον Άνθρωπο. Και έτσι έγινε. Και τότε γνώρισες την αλήθεια. Και τότε λυτρώθηκες μια για πάντα απ' τα δεσμά σου. Και τότε  μπόρεσες να συνεχίσεις τον ονειρικό σου δρόμο. Και τότε ξανάγινες πάλι εσύ. Ξανάγινες Άνθρωπος.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Ξεκίνημα

Ξεκίνημα του δρόμου σ'άλλη μια νέα αυγή. Ποιος ξέρει τι θα φέρει το σήμερα; Το παρελθόν χαϊδεύει τα αυτιά σου με τους ψιθύρους του. Εσύ κοιμάσαι και τεντώνεσαι νωχελικά στο κρεββάτι. Μα η ζωή σου δεν θα σε περιμένει. Ο χρόνος ο αμείλικτος θα δικάσει την ύπαρξη σου. Και αυτά που νόμιζες πως είναι δικά σου, πικρά θα καταλάβεις πως πια ανήκουν σε άλλους. Μια στιγμή ελευθερίας πριν την καθημερινή φυλακή σου. Ένα πνεύμα που ταξιδεύει σε άλλους τόπους, άλλες θάλασσες, άλλες χώρες. Τα πουλιά κελαηδούν γραπωμένα από τα κάγκελα του παραθύρου σου. Ένα νέο ξεκίνημα σ'άλλη μια μέρα της σύντομης ζωής σου. Βρίσκεσαι μπερδεμένος και δεν ξέρεις τι θες. Μα σε λίγο η πόρτα θα κλείσει πίσω σου. Και ας νομίζεις πως είναι για λίγο και ας είναι για κάποιους λίγο. Έστω και ένα λεπτό, σου φράζει το δρόμο για την αιωνιότητα. Και το ξεκίνημα σου θα χρειαστεί να περιμένει κάτω από της ζεστές αχτίδες του ήλιου. Τα δύο φεγγάρια του ουρανού σου δείχνουν το δρόμο. Θέλει όμως τόλμη για να τον ακολουθήσεις. Τίποτα δεν σου χαρίστηκε ποτέ. Γιατί να γίνει τώρα; Το δικό σου ξεκίνημα όμως θα σε περιμένει. Όχι για πολύ όμως. Γι' αυτό βιάσου, πριν τελειώσει η νύχτα. Και κάνε το ξεκίνημα σου τη νέα αρχή που θ' αλλάξει τις ζωές των ανθρώπων.

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Βλέπω

Βλέπω τη δυστυχία μέσα στα μάτια των ανθρώπων. Όσων ψάχνουν να βρουν κάτι που ποτέ δε θα 'χουν, όσων ψάχνουν να βρουν αυτά που πάντα δίπλα τους τα έχουν. Βλέπω μέσα στο σκοτάδι της ψυχής, βλέπω και μέσα στο φως του ουρανού. Στα φτερά της πεταλούδας αναπαύω το πνεύμα μου. Σε ένα πέταγμα μικρό, διάρκειας μιας μέρας -παρά κάτι- διαπιστώνω πως η ευτυχία και η δυστυχία βρίσκονται στην ίδια πλευρά του φεγγαριού. Σκορπίζοντας τους τοίχους της σιωπής, η γλώσσα δεν φτάνει να επεξηγήσει τα συναισθήματα. Μερικές φορές δεν χρειάζεται κιόλας. Γιατί το μόνο που μιλά είναι τα μάτια. Και ένα χαμόγελο. Στην άγνωστη χώρα που βρίσκονται αυτοί, επικοινωνούν με τη δύναμη του γέλιου και των ματιών τους. Μα τα όνειρα τους δεν χάνονται. Στη δική τους οπτική πλευρά, σε βρώμικες γωνίες που θέλουν ξεσκόνισμα βρίσκονται τα θέλω τους. Και ας ζουν μια ζωή δυστυχισμένη κατά κάποιους, οι ίδιοι ξέρουν πως είναι ευτυχισμένοι. 'Η πάλι μπορεί και όχι. Απλά να είναι αισιόδοξοι για σένα, απαισιόδοξοι για τους ίδιους. Βλέπω όμως και την ευτυχία μέσα στα μάτια των ανθρώπων. Αυτών που χαμογελούν γιατί ζουν ακόμα. Αυτών που τους φτάνει μόνο το άνθισμα μιας τριανταφυλλιάς. Αυτών που δακρύζουν στα ηλιοβασιλέματα. Βλέπω τα όνειρα τους να γεμίζουν με τενεκεδένια κουτάκια που βρίσκουν στα σκουπίδια. Βλέπω να κάνουν ποδήλατο μέσα στην έρημο. Ακόμα βλέπω πως ξέρουν ότι μια μέρα θα ξημερώσει. Και στο τέλος καταλαβαίνω, γεμίζει το είναι μου με την πεποίθηση πως τελικά αυτοί είναι που βλέπουν και όχι εγώ. Και τρομάζω αντιλαμβανόμενος τι μπορεί να δουν στο μέλλον. Και φοβάμαι αυτούς που δυστυχούν τη μέρα. Μα πάντα θαυμάζω αυτόν που μέσα στο σκοτάδι της νύχτας ανάβει τη φωτιά του αστεριού και ξέρει ότι αυτή η φωτιά θα είναι μια μικρή σπίθα στη μεγάλη πυρκαγιά που θα κάψει τον κόσμο.

Πέμπτη 23 Μαΐου 2013

Λευκές γραμμές

Λευκές γραμμές σε τοπίο γκρίζο. Και όσα είναι δίπλα μου μπορώ και τα αγγίζω. Βρίσκονται μπερδεμένα στα φύκια τ' ουρανού και ψάχνουν να βρουν φως στο σκοτάδι του νου. Ποιος ξέρει που θα βρεθούν; Ποιος ξέρει τι θα ζήσουν, αυτές οι λευκές γραμμές τη μοίρα θα ορίσουν. Σε διαστήματα μεγάλων κενών, σε σιωπές ομιλούσες, λαμπερές δικαιολογίες έρχονται ξανά στο προσκήνιο. Οι ετοιμασίες πολλές και ο χρόνος λίγος. Όσα ψάχνεις να βρεις θα χαθούν ξανά στο σκοτάδι. Μα εσύ θα είσαι εκεί. Και θα έχεις μαζί σου εμένα. Όταν οδηγήσεις την αστραπή να βρει το φως μέσα στις σπηλιές που κοιμούνται οι νυχτερίδες. Ποιος ξέρει αν θα βρεθεί η άκρη; Ποιος ξέρει αν τ' όνειρο θα επιζήσει; Το μαχαίρι παραμένει ακόμα εκεί πάνω στον πάγκο της κουζίνας. Ένα αστέρι σου χαμογελά και κλείνει το μάτι στις παράδοξες εικόνες. Δες πως θα σου μιλήσει. Χωρίς ευγένειες και περιστροφές. Ψάχνει να βρεί και εκείνο τη δική του αλήθεια. Μα πλέον δε νοιάζεται κανείς. Το παραμύθι φτάνει στο τέλος του και σηματοδοτεί τη νέα του αρχή. Το πνεύμα πρόθυμο και χαμένο σε μαύρες τρύπες. Η ζωή του λιγοστή μα και μεγάλη. Σημασία έχει ο τρόπος που θα τη ζήσει. Και οι λευκές γραμμές πάντα εκεί, πάντα εκεί, να θυμίζουν τη μελαγχολία των ονείρων του. Και το τοπίο πάντα γκρίζο, μέχρι να λάμψει ο ήλιος που ανατέλλει μέσα στη δημιουργία. Γι' αυτές τις λευκές γραμμές θα έκανες τα πάντα. Χάνονται όμως και αυτές. Αλλά όχι ολότελα . Γιατί οι λευκές γραμμές, ζουν στην αιωνιότητα περιμένοντας πάντα κάτι που θα τις κάνει να γεμίσουν.

Το μολύβι

Είναι καιρός το μολύβι να πει την ιστορία του. Έχει περάσει από χαρτιά και χαρτιά, άλλα παλιά και κιτρινισμένα, άλλα λευκά και άδεια. Είναι όμως ο καιρός που θα τα αφηγηθεί όλα. Όσα καιρό κράταγε στην ψυχή του, πλέον θα τα αφήσει να φύγουν ελεύθερα και να πετάξουν. Και ποιος ξέρει ίσως μια μέρα φτάσουν σε μάτια που θα ξέρουν να διαβάσουν. Τα ποτάμια ακόμα θα κυλούν και ο ουρανός ακόμα θα έχει εκείνο το κόκκινο χρώμα όταν ο ήλιος βασιλεύει. Και τίποτα τελικά δεν θα είναι τυχαίο. Όταν το μικρό μας μολύβι μεγαλώσει τότε οι ιστορίες που έγραφε μικρό θα μπορέσουν να γίνουν πραγματικότητα. Γιατί το μολύβι αυτό, πάντοτε πίστευε στα όνειρα. Ίσως κάποτε να ξέχασε όλα όσα αυτά σημαίνουν μα το πέταγμα των πουλιών πάνω από το βρεγμένο χώμα του θυμίζει πολλές φορές πια γιατί έχει φτιαχτεί. Καθώς -όπως όλα- έτσι και το μολύβι έχει το δικό του λόγο ύπαρξης. Μια στιγμή ιστορίας μέσα στην απεραντοσύνη του χρόνου.Οι αναμνήσεις του παρελθόντος, από παλιά γεγονότα που αφήσαν δαγκωματιές στη γυμνή του πλάτη γυρνάνε ξαφνικά στο νου του. Και το μολύβι αυτό έχει ζήσει πολλά. Και δεν ξεχνάει τη στιγμή που το μελάνι θέλησε να εισβάλλει στη ζωή του. Πολλές φορές τρομάζει και θυμάται τις κραυγές μέσα στο σκοτάδι που βυθίζεται. Πάντα όμως ξέρει πως τελικά θα ξημερώσει. Και έτσι το μικρό μας μολύβι ξεκινάει την βόλτα του. Μια βόλτα που δεν έχει στάσεις, δεν έχει διακοπές.Και συναντάει τους διαβάτες στο δρόμο και δεν τους χαρίζεται. Λίγοι είναι αυτοί που θα μπορέσουν να κρατήσουν αυτό το μολύβι στα χέρια τους. Και σίγουρα κανείς χωρίς τη θέληση του. Και όλο γράφει και γράφει. Μα το νόημα δεν είναι όπως πολλοί θα νομίζουν στο τι γράφει. Το νόημα βρίσκεται απλά και μόνο στο οτι γράφει. Και έτσι δικαιώνει το σκοπό της ύπαρξης του. Όλα τριγύρω από το μολύβι γυρίζουν και το μόνο πράγμα που φοβάται πια, δεν είναι η ξύστρα. Είναι το ίδιο το υλικό από το οποίο είναι φτιαγμένο. Και ας ψάχνει ακόμα το μολύβι μας να βρει - και ας μην έχει πολυκαταλάβει- οι Ιθάκες τι σημαίνουν.

Τετάρτη 22 Μαΐου 2013

Σκέψη

Έρχονται κάποιες ώρες που ο χρόνος βρίσκεται σταματημένος.Τέτοιες ώρες είναι αυτές που τα δευτερόλεπτα χαϊδεύουν την ύπαρξη μου. Τότε ο χρόνος που βρίσκεται άπλετος -και ας είναι μόνο μερικές στιγμές- γεμίζει από ευτυχία. Όμως αλήθεια πως μπορεί να σταματήσει η σκέψη;  Ίσως κάποιες φορές να κρύβεται μέσα σε στο αχανές δάσος, μόλις όμως η γάτα βγει από το καλάθι που είναι κουλουριασμένη τίποτα δεν μπορεί να τη σταματήσει από το να τρέξει. Και τότε η γάτα θα γίνει τίγρης και θα διαβαίνει βουνά, δέντρα, ποτάμια και θάλασσες Άλλοτε κολυμπώντας. Άλλοτε τρέχοντας. Άλλοτε πετώντας. Ποτέ όμως περπατώντας. Γιατί εκείνη η στιγμή, είναι η στιγμή μου. Η στιγμή που τα πάντα παγώνουν και όλα τρέχουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα. Το έργο του καθενός το καθορίζουν τα βήματα του. Μπορεί να αιωρούμαι στο κενό. Μπορεί πάλι να βρίσκομαι στα έγκατα της γης ή στο βυθό της θάλασσας. Σημασία δεν έχει το μέρος και ο χρόνος. Σημασία έχει η στιγμή που ζω.  Τη στιγμή εκείνη που πετάω και χάνομαι, που καβαλάω το σύννεφο και από κάτω μου περνούν τα χνάρια των ανθρώπων. Μικρές φιγούρες, μικρά κομματάκια ενός πολύχρωμου ψηφιδωτού. Άσπρα, μαύρα, κίτρινα, όλα είναι το ίδιο. Παραμένουν πάντα η απαρχή του συνόλου, του ονείρου, του είναι. Ενός πράγματος μπλεγμένου στη διαφορετικότητα. Και τότε ο χρόνος αρχίζει να ξανακυλά. Και όλα πάλι μπαίνουν στο ρυθμό τους. 'Ολα ξαναγίνονται το ίδιο, μέχρι την επόμενη φορά που ο χρόνος -για λίγο είναι αλήθεια- πάλι θα παγώσει.

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

Θλιμμένα ηλιοβασιλέματα

Οι καμπάνες ηχούν μέσα στα θλιμμένα ηλιοβασιλέματα. Οι ώρες περνούν και χάνονται και ποτέ δεν ξαναγυρίζουν πίσω.Το μακρινό ταξίδι φτάνει προς το τέλος, προς την τελική ένωση. Μια αρχή και ένα τέλος, ένας αέναος κύκλος. Μια ζωή, πολλές ζωές. Στη θάλασσα ο ήλιος καθρεφτίζεται. Και ονειρικές διαστάσεις βρίσκονται σκόρπιες στο πάτωμα. Σαν τα μικρά χαλικάκια που ματώνουν τα πόδια σου, σαν τις στιγμές που βρέθηκες κοντά σε κάτι που αγαπούσες. Και μια απώλεια. Μια συνηθισμένη καθημερινή απώλεια που κανείς δεν την αντιλαμβάνεται μέχρι να τελειώσει ολοκληρωτικά. Η άμμος πνίγει τα ρουθούνια και κάθεται στο λαιμό σου. Οι άσπροι τοίχοι του σπιτιού και το μπλε του ουρανού σου θυμίζουν το ταβάνι σου. Στα πόδια του κρεβατιού βρίσκεται κουλουριασμένη η γάτα. Η κυκλική κίνηση και οι σκέψεις που βασανίζουν πάντα το μυαλό κάθε τέτοια ώρα. Στα θλιμμένα ηλιοβασιλέματα ο χρόνος σταματά. Δεν υπάρχει αρχή και τέλος, υπάρχει μόνο η στιγμή. Μια στιγμή που η ευχή λέει πως θα κρατήσει για πάντα. Η μοίρα όμως δε γελιέται. Και αν η ολοκλήρωση γίνει πραγματικότητα, αν αυτή η ένωση τελικά καταφερθεί και παγώσει μέσα στο πέρασμα του χρόνου που όλα τα φθείρει τότε αυτό θα είναι η απόλυτη ευτυχία μα και το απόλυτο τέλος. Κάτι που άλλο ανθρώπινο μάτι δεν το έχει δει, θα καταφέρει κάποιος να το δει. Αυτή όμως θα είναι και η τελευταία του εικόνα. Γιατί τα θλιμμένα ηλιοβασιλέματα. δεν αστειεύονται.Είναι πάντα εκεί, την ίδια ώρα και πάντα περιμένουν. Την ανθρώπινη θέληση που και αυτά ακόμα θα καταφέρει να τα δαμάσει. Κανένας όμως δεν γνωρίζει πως αυτό θα είναι και το αμετάκλητο. Και τότε κανείς δεν θα μπορεί πια να μετανιώσει. Γιατί αυτά τα θλιμμένα ηλιοβασιλέματα είναι που δίνουν πνοή στη ζωή που κυλάει άλλοτε αργά και άλλοτε γρήγορα προς τα μέρη εκείνα που η φωτιά γίνεται ίση με το νερό.

Τρίτη 7 Μαΐου 2013

Οι μέρες φεύγουν

Μια ημέρα σαν όλες τις άλλες.Μια μέρα που τα πουλιά πάλι θα πουν το θλιμμένο τους τραγούδι.Μια μέρα που ο ήλιος πάλι θ' ανατείλει.  Οι φωνές τριγύρω δεν θα πάψουν να ακούγονται και η σκόνη των αιώνων θα καθίσει πάνω σου σαν πέπλο. Ποιες γνώμες θα ακούσεις πάλι; Ποιες θα σε νοιάξουν; Τριγύρω σου όλα γνώριμα και ξένα και όσα πίστευες κρατάς καλά κρυμμένα  Σε μια κρυφή του μυαλού σου γωνιά ξεκινάει το γλέντι και τα μικρά ανθρωπάκια που κατοικούν εκεί ανοίγουν τα μπουκάλια με το κρασί. Η γιορτή έχει ήδη αρχίσει μα εσύ δεν το ξέρεις και ας είσαι καλεσμένος. Και όχι απλά καλεσμένος... Ο επίτιμος προσκεκλημένος. Μα δε βαριέσαι, άλλη μια μέρα είναι που θα περάσει. Όπως η ζωή, έτσι θα κυλήσει και αυτή σαν το κρυστάλλινο νερό. Και οι σκέψεις σου πάντα εκεί να σε βασανίζουν. Όμως οι μέρες θα περνούν. Δεν τις ορίζεις πια, αυτές σε ορίζουν. Τα διαβατάρικα πουλιά συνεχίζουν το τραγούδι τους. Και οι μέρες περνούν. Οι ανεμόμυλοι γυρίζουν. Όλα προς τα μπρος προχωρούν. Μα εσύ μένεις πίσω. Μένεις πίσω με τη γλώσσα παγωμένη. Δεν κινείται, δε σαλεύει. Όσα έχεις να πεις λες πως τα είπες και ψάχνεις συνεχώς διάφορες αφορμές. Οι μέρες δεν είναι ίδιες όμως με τις νύχτες. Και στο τέλος ότι πεις δεν θα τ' ακούει κανείς. Τα τριαντάφυλλα ανθίζουν και σιγά σιγά μαραίνονται. Αυτό συμβαίνει όταν έχουν πια εκπληρώσει το σκοπό τους. Και ο στόχος δεν πήγε χαμένος. Μα αλήθεια μήπως έχεις ξεχάσει ποιος είναι ο στόχος; Ξέρεις που θα τον βρεις και γι' αυτό πρέπει να ψάξεις. Ψάξε καλά σε χρονορωγμές, σε μικρά ντουλάπια, σε σκονισμένα συρτάρια. Σίγουρα ο στόχος θα βρεθεί. Οι μέρες όμως θα συνεχίσουν να φεύγουν.


Δευτέρα 6 Μαΐου 2013

Η εποχή της παρακμής

Που να σταθείς και που ν' ακουμπήσεις; Που να γύρεις τη ματιά σου να ξεκουραστεί; Χαμένα τα δέντρα στο πέρασμα των αιώνων. Όλα έχουν γίνει σκόνη. Ποιοι ποιητές; Ποιοί μουσικοί; Ποιοι συγγραφείς; Σκόνη όλα. Σπασμένα κεφάλια και κομμένες γλώσσες. Καλημέρες ψυχρές και καληνύχτες παγωμένες. Όλα όσα γνωρίζεις έχουν χαθεί. Τα τραγούδια άλλων εποχών βρίσκουν δίοδο στα αυτιά σου. Φτερά πουλιών αιωρούνται στο δωμάτιο. Η τρέλα που γνώρισες πήγε χαμένη. Το παρελθόν θα καταπιεί το μέλλον και θα το ξεράσει στο παρόν σου. Τα λιοντάρια δεν υπάρχουν πια. Γύρω σου μόνο κατσαρίδες. Ένας βάλτος που δεν σε αφήνει να προχωρήσεις και όλες οι γέφυρες τριγύρω γκρεμισμένες. Τι ψάχνεις να βρεις; Αφού τα όνειρα ακόμα δεν πήραν την εκδίκηση τους. Χαμένα και αυτά στριφογυρίζουν ανάμεσα σε άστρα που δύουν. Και εσύ συνεχώς να ρωτάς το πως και το γιατί.  Μα άστο αυτό. Η ώρα που το σεντόνι θα σε σκεπάσει δεν έχει έρθει. Αυτό που είναι γραμμένο στη μοίρα σου ίσως να μη το έχεις ακόμα δει. Εσύ θα μπορέσεις να ψάξεις για μιαν άκρη  Και όταν τ' όνειρο αποκτήσει φωνή θα πρέπει να διαλέξεις. Θα μείνεις εκεί ή θα προχωρήσεις. Κάθε δρόμος είναι δύσκολος και όποιον και να πάρεις οι στροφές θα είναι πολλές. Σημασία όμως θα έχει η επιλογή. Αυτή είναι η μόνη από την οποία δεν μπορείς να ξεφύγεις. Θα έρχεται πάντοτε μπροστά σου και θα σε ταλανίζει. Για όσα έκανες, για όσα κάνεις και για όσα θα κάνεις. Πάντα η επιλογή που θα σε βγάλει ή θα σε βυθίσει πιο πολύ στην παρακμή. Μα για να το μάθεις θα πρέπει να διαλέξεις.

Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Κοίτα μπροστά

Μια φωτογραφία. Δύο λέξεις. Και ένα όνειρο αιώνων αποτυπωμένο σε ένα τοίχο. Η μοναξιά που βρίσκεται στους τοίχους και γεμίζει πολλές φορές τις ανθρώπινες καρδιές. Οι σκέψεις για τα όνειρα που φεύγουν και χάνονται. Και μέσα σε όλα η δύναμη. Το λιοντάρι που ξαφνικά το φοβίζει αυτό που νόμιζε πως ήταν ποντίκι. Και τελικά το θρόισμα των φύλλων που ματώνει την καρδιά των παλιών ανθρώπων. Νέες ημέρες γεμάτες με φως ξεπηδούν μέσα από τις φλόγες. Το μαβί του ουρανού ξαναγίνεται γαλάζιο. Τα αστέρια χαμηλώνουν πάλι προς τη γη και γεμίζουν τα σεντόνια σου. Το λιοπύρι γίνεται δροσιά για τα θέλω σου. Οι διαβάτες δεν σταματούν να ξεδιψάσουν. Δεν ανάβουν μήτε ένα τσιγάρο. Δεν υπάρχει ξεκούραση, δεν υπάρχει διασκέδαση. Ο δρόμος τους είναι μακρύς και δύσκολος. Οι άσπροι τοίχοι καιρός είναι να γεμίσουν από χρώματα και μουσικές. Τα πεζοδρόμια παίζουν τα βιολιά τους. Οι πινακίδες των δρόμων -πιο βρώμικες από ποτέ για κάποιους- κουρδίζουν τις κιθάρες τους. Οι ποιητές δεν παρατάνε πια τις πένες τους. Και τέλος, στο βάθος, εκεί που αρχίζει ο κύριος δρόμος, συναντιούνται με τα πουλιά και τα ψάρια, με τα δέντρα και το χώμα.  Η μοναξιά φεύγει και τυλίγεται από τη γαλήνη. Πλέον η Σελήνη ανατέλλει τη μέρα και ο Ήλιος φωτίζει τη νύχτα. Όλα έχουν αλλάξει ή μήπως όλα θα αλλάξουν; Η σκέψη τρέχει και χάνεται, ανακαλύπτει την τέχνη εκεί που δεν το περιμένεις. Η παιδική σου ηλικία έρχεται πάλι μπροστά σου. Αυτή τη φορά μη την αγνοήσεις.

Υ.Γ.: Η φωτογραφία είναι από το graffiti του φίλου skitsofreni. Τον ευχαριστώ θερμά.Περισσότερη από τη δουλειά του μπορεί κανείς να βρει ΕΔΩ

Τετάρτη 1 Μαΐου 2013

Χαμένος δρόμος


Στις άδειες λεωφόρους που πνίγεται ο εγωισμός σου, νομίζεις πως δεν υπάρχει αρμονία. Η αρμονία όμως βρίσκεται μέσα σου και αναπνέει βαθιά τον αέρα τους. Σιγά σιγά το οξυγόνο τους λιγοστεύει και το όνειρο σου πλησιάζει προς την πραγμάτωση του. Η ελευθερία σου που βρίσκεται χαμένη σε σκοτεινά μονοπάτια ξεκινάει το μακρινό της ταξίδι προς την ολοκλήρωση. Σίγουρα δεν είσαι ο μόνος και σίγουρα δεν είσαι μόνος.  Οι βρύσες που στάζουν και το νερό που τρέχει σου δείχνουν το δρόμο. Τα πόμολα της πόρτας που ακόμα γυρίζουν, οι βίδες που ακόμα βιδώνουν, όλα τριγύρω σου σου ψιθυρίζουν και σου λένε το τραγούδι του νοήματος που ψάχνεις να βρεις  Σίγουρα το νόημα σου δεν είναι οι κόκκινες κουρτίνες ούτε καν τα άδεια πλαστικά μπουκάλια. Είναι κάτι μεγαλύτερο που πολλές φορές ψάχνεις αλλού να το βρεις και τελικά αλλού σου εμφανίζεται. Στο άδειασμα σου αυτό μην ξεχάσεις να πάρεις ότι άφησες πίσω. Ονειρικά τοπία βγαλμένα από άστρα. Το τι είσαι μόνος σου το ξέρεις καλά. Την άκρη θα τη βρείς αλλά μπορεί και όχι. Το τι έχει σημασία αποφάσισε το εσύ. Η κορώνα του βασιλιά έχει πλέον χαθεί και εσύ, ο άνθρωπος, βαδίζεις προς το παρελθόν που γεννάει το μέλλον. Τα φυτά που ανθίζουν τραγουδάνε το όνομα σου και όσα βρίσκονται δίπλα σου είναι μια ακόμα στροφή στο δρόμο σου. Η αλλαγή σου βρίσκεται εκεί. Εσένα σου μένει μόνο να τη δεις.

Δευτέρα 29 Απριλίου 2013

Καλημέρα

Μια νέα μέρα σε λίγο θα ξεκινήσει, μια αυγή που περιμένει να φανεί προκειμένου να δακρύσουν οι δρόμοι της θλίψης και όσα όνειρα έχουν χαθεί θα βρεθούν στο πλάι σου και θα μπορείς να τ' αγγίξεις. Οι σειρήνες θα καλούν ξανά το βράδυ μα το όνειρο θα μένει για πάντα στο σκοτάδι και κάμπιες πολλές θα τριγυρνούν στους δρόμους και θα ψάχνουν νύχτες σκοτεινές με αρουραίους στους υπονόμους. Ποιος ξέρει τι θα σου ξημερώσει πάλι, καθώς η φλόγα του κεριού θα σιγοσβήνει, σε μιας ανατολής τα μάτια θα βρεθείς και ίσως να νιώσεις και εσύ τη γαλήνη. Μα τι ψάχνεις να βρείς οι λύκοι βγήκαν από το σκοτάδι που κρυβόντουσαν χρόνια και χρόνια, καιροί αλλοτινοί περασμένοι βρίσκονται ξαπλωμένοι πάνω στον καναπέ και αναπνέουν δύσθυμα τον μολυσμένο αέρα της βρώμικης πόλης. Μια νέα αυγή λοιπόν θα σταθεί ξαφνικά κοντά σου και το βλέμμα σου θα πέσει πάνω σε εκείνο τον περαστικό που για χρόνια και χρόνια περιμένει υπομονετικά στη στάση του λεωφορείου. Ένα τραίνο που βρίσκεται στη θάλασσα και επιπλέει σου κάνει νόημα να πας να το βρείς και το ολόγιομο φεγγάρι που λαμπυρίζει δε γνωρίζει πως σε λίγο θα έρθει η αυγή. Το νόημα που ψάχνεις ποτέ σου δεν θα βρεις σε μια ζωή αυταπάτη, μα στο κάτω κάτω της γραφής αυτή ειναι η ζωή που μόνος σου διάλεξες να ζεις. Μπλεγμένος σε ιστούς αράχνης, δεμένος σε σχοινιά, της Αριάδνης ο μίτος δεν έχει τέλος και το σκοτάδι σου μοιάζει πιο βαθύ, πιο βαθύ και ακόμα περιμένεις να δεις μπροστά σου το πρώτο της ημέρας φως και ακόμα περιμένεις να φανερωθεί η αυγή.