Τετάρτη 14 Νοεμβρίου 2018

Το φάρμακο της λήθης


Ο ουρανός αμίλητος έσκυβε πάνω από τις σιωπές μας.
Αφουγκραζόταν το άδικο ανάμεσα μας.
Και τότε ήρθαν εκείνες οι μέρες.

Μέρες γεμάτες, μέρες κενές.
Μέρες που κυλούν ίδιες ό,τι και αν συμβαίνει.
Μα έρχονται τα βράδια.

Και τότε
σαν διάσπαρτοι στίχοι οι αναμνήσεις
Οι στιγμές
Γυρνούν.

Πάνω σε φτερά πεταλούδας.
Πάνω σε τσαλακωμένα σεντόνια.
Σε ένα μαξιλάρι που μένει πάντα αδειανό.
Σε κύματα που λικνίζονται με νωχελικό ρυθμό.
Τριγυρίζουν και βασανίζουν.

Για ένα τέλος που ποτέ δεν ήρθε
κι ας έχουν περάσει τόσα χρόνια.

Δώσε στη μνήμη μου
το φάρμακο της λήθης
κι ύστερα
ας παραδοθούμε στην ροή του χρόνου.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2018

Περι κατάληψης της μνήμης


Καθε φορά που τις κατηφόρες της ζωής μου βλέπω
αναρωτιέμαι
πόσο πρέπει να κυλίσω;

Κάθε φορά που γίνομαι ζώο
αναρωτιέμαι
πόσο ακόμα απέχω από τον άνθρωπο;

Κάθε φορά που αναλώνομαι
απορώ
πόσο ακόμα θέλω για να ολοκληρωθώ;

Και κάθε φορά που θέλω το χρόνο πίσω να γυρίσω
σκέφτομαι
πώς θα μπορέσω να ξεχάσω;

Μα κάθε φορά
κάνεις κατάληψη στη μνήμη μου.
Βρίσκεσαι εκεί σε κάθε ώρα, κάθε λεπτό.
Μικρές μονάχα διακοπές
όταν ανοίγουν τα φώτα.

Πέμπτη 25 Οκτωβρίου 2018

Κυματοθραύστες


Ξέρω πως βρεθήκαμε εκεί στο λίκνο που κοιμούνται οι ψυχές πριν γεννηθούν.
Γνωρίζω πια.
Βγαίνοντας από τη λήθη, μαθαίνει κανείς την αλήθεια.
"Και δε γνωρίζει το κακό κανείς, αν δε του λάχει πρώτα"  *
Είτε είναι έτοιμος κανείς, είτε όχι η αλήθεια έρχεται και τον χτυπά κατάμουτρα.
Σαν ξεροβόρι,
σαν σταγόνες καταιγίδας
που γδέρνουν το πρόσωπο μου,
σαν ξυράφια
που κάθε φορά
μα κάθε φορά
χαράζουν τις αυλακιές της ψυχής μου.
Κι ας είσαι το μόνο πράγμα
που τις δημιούργησε,
που τις διέλυσε
που τις περιποιήθηκε
που τις λάτρεψε
που τις ξαναγέννησε
ας είσαι η ζωή και ο θάνατος τους
η γέννηση και η καταστροφή τους.
Θυμάμαι κάποτε στα μάτια σου καθρέφτισα
το έρεβος της ψυχής μου
θυμάμαι κάποτε στα μάτια σου πως κοίταξα
κατάματα τον εαυτό μου.
Και τότε δε δείλιασα,
τότε δεν κοντοστάθηκα
προχώρησα ορμητικά στο αντίθετο του θανάτου
παραδόθηκα ολοκληρωτικά σε μια τρέλλα που όμοια της δεν υπήρξε
και δυο φωτεινά αστέρια κρύφτηκαν για πάντα στην καρδιά μου.
Θυμάμαι ακόμα πως δεν τρόμαξες
θυμάμαι ακόμα πως το άντεξες
να βλέπεις να ζω και να μη ζω
να βλέπεις τον κάθε θάνατο και την κάθε γέννηση μου.
Και ας έγδαραν τ' αστέρια την ψυχή μου.
Και τώρα μη μιλάς,
τα λόγια σπάνια είναι αναγκαία σε τέτοιες περιστάσεις.
Έλα μονάχα την ώρα που σωπαίνουν οι ψυχές
κι αγκάλιασε με.
Σταμάτησε το χρόνο πριν έρθει το καλοκαίρι
στμάτησε το χρόνο πριν η θάλασσα βρέξει τη θνητότητα μας
σταμάτησε το χρόνο σε ένα παγωμένο χειμώνα
όπως τα κύματα σταματούν
πάνω στους κυματοθραύστες.

*  "Ερωτόκριτος" -Βιτσέντζος Κορνάρος

Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Το βάζο


Είναι ένα βάζο παλιό  που στέκεται μονάχο πάνω στο τραπέζι.
Απάνω του έχει ζωγραφισμένες διάφορες ζωγραφιές, με πινελιές που χάραξαν τα σωθικά του.
Αυτό το βάζο σε μια πλευρά έχει λίγο ραγίσει
και όμως ακόμα στέκει εκεί
και όμως ακόμα φυλάει τη χρησιμότητα του.

Έχουν καιρό λουλούδια να μπουν μέσα σ' αυτό το βάζο.
Ακόμα και τώρα θυμάται τις αισθαντικές του εκείνες στιγμές.
Εκεί που στα τοιχώματα του εσώτερου είναι του ακουμπούσαν οι μακρυές επεκτάσεις των ανθών.

Κάθε φορά που ένα νέο λουλούδι βυθιζόταν μέσα του
κάθε φορά που μύρισε ένα νέο ανθό
τότε αισθανόταν τη χρησιμότητα του
τότε αισθανόταν στ' αλήθεια ζωντανό.

Μ' αλήθεια έχουν καιρό να μπουν λουλούδια σ' αυτό το βάζο.
Τώρα αισθάνεται άχρηστο, είναι εν' άδειο βάζο.
Εν' άψυχο αντικείμενο, κοινό σαν όλα τ' άλλα.
Και θέλει να φωνάξει, πασχίζει να ουρλιάξει για τη χρησιμότητα του.
Προσπαθεί να πει πως δεν πήγαν όλα άδικα, πως δεν είν' όλα χαμένα.
Ούτε τα λουλούδια που φιλοξένησε στο βάθος του,
ούτε οι πινελιές του ζωγράφου που χάραξαν τα σωθικά του.

Θυμάται σαν τώρα το πρώτο λουλούδι που μπήκε εντός του.
Ήταν σκληρό, σχεδόν το έγδαρε στο εσωτερικό του.
Ώσπου ήρθε η μαγική στιγμή που κάποιο χέρι αόρατο το γέμισε νερό.
Τότε μια γλυκιά αρμονία απλώθηκε στο είναι του.
Κάθε κομμάτι του ένιωσε τη γλυκύτητα του υγρού στοιχείου στο κέντρο του οποίου και εντός του
έπλεε το λουλούδι.

Και αυτό συνέβαινε συχνά, σχεδόν καθημερινά,
αυτή η αλλαγή του νερού μέσα του προκειμένου το λουλούδι του να μη μαραθεί.
Ναι ήταν αλήθεια. Το βάζο είχε ερωτευτεί το λουλούδι του.

Κι υστερα ήρθαν και άλλα, και άλλα, και άλλα.
Και έτσι το βάζο γέμιζε, έτσι το βάζο άδειαζε
έτσι περνούσε ο καιρός έτσι περνούσαν τα χρόνια.

Μονό που να!
Πάνε χρόνια πια που δεν έχει δεχτεί λουλούδι μέσα του.
Πέρασε ο καιρός, πάλιωσε, έγινε ένα γερασμένο βάζο παρατημένο μονάχο επάνω στο τραπέζι.
Πέρασε ο καιρός.
Περάσαν άλλα βάζα, μεγαλύτερα και ωραιότερα από αυτό
βάζα που δέχτηκαν άλλα λουλούδια στα σωθικά τους.

Και κάπως έτσι άρχισε να αμφιβάλλει για τη χρησιμότητα του.
Μόνο που
μέσα του
βαθιά
γνώριζε
Το σημαντικότερο από όλα δεν ήταν τα λουλούδια που πέρασαν από μέσα του.
Το σημαντικότερο ήταν
εκείνες οι πινελιές του ζωγράφου
που είχαν χαράξει τα σωθικά του.

Κυριακή 9 Σεπτεμβρίου 2018

Η βασίλισσα


Φορούσε το στέμμα στο κεφάλι. Τα γκρίζα της μαλλιά λαμπύριζαν απο το φως του φεγγαριού δείχνοντας τη φιγούρα της στον τοίχο σαν μια από τις σκιές του ένδοξου παρελθόντος της. Κάτι τέτοιες στιγμές, τις στιγμές της απόλυτης μοναξιάς της, έρχονταν οι εικόνες αλλοτινών καιρών στο μυαλό της.

Παιχνίδια, γέλια, τραγούδια, μουσικές, δεξιώσεις, όλα τα είχε ζήσει.
Μόνο που τώρα απέμενε μονάχη κλεισμένη σε αυτό εδώ το σπίτι μαζί με τους παράξενους υπηκόους της και τα οράματα της.
Άλλοτε έβλεπε πως ταξίδευε σαν πουλί πάνω από τα βουνά.
Άλλοτε πως κολυμπούσε σα δελφίνι μέσα τη θάλασσα.
Άλλοτε ερχόντουσαν στο μυαλό της στιγμές μιας άλλης ζωής, μιας άλλης γυναίκας που τις έζησε τότε.
Ταξίδια σε όλο τον κόσμο.
Από τα στενά και βρώμικα σοκάκια της Σμύρνης, στα πλακόστρωτα δρομάκια της Ιταλίας.
Από τα δάση της Γερμανίας, μέχρι το πολύβουο και μαγευτικό Άμστερνταμ.
Μόνο που τώρα απέμενε μονάχη κλεισμένη σε αυτό εδώ το σπίτι μαζί με τους παράξενους υπηκόους της και τα οράματα της.
Και οι έρωτες.
Αυτοί οι έρωτες.
Εκείνοι που είχαν σημαδέψει την ψυχή της.
Πόσο λαχταρούσε τα μάτια εκείνου του αγοριού που είχε αντικρύσει κάπου εκεί στα δώδεκα της;
Πόσο αναπολούσε το ρίγος και τον πόνο της πρώτης της φοράς;
Πόσο πολύ θα θυμόταν εκείνον με τα κερασένια χείλη που ταξίδευε και όλο γυρνούσε στο λιμάνι της;
Α! μα αδιαμφισβήτητα είχε μεγάλο βασίλειο.
Τόσο που από το φθόνο των πολλών ερήμωσε.
Και έμεινε τώρα αυτή, εδώ, μονάχη, με το στέμμα στο ασημένιο της κεφάλι.
Ώρες ώρες της ερχόταν να εκραγεί. Πως κατάφερε να πονέσει τόσ τον εαυτό της;
Ώσπου συνέβη το παράδοξο...

Τη θυμάται σαν τώρα τη μέρα.

Είχε ξυπνήσει το πρωί και οι υπηρέτες είχαν όλοι εξαφανιστεί. Εφτιαξε μόνη τον καφέ της και άνοιξε το ραδιόφωνο. Παραδόξως δεν καταλάβαινε τίποτα. Οι άνθρωποι μιλούσαν μια ακατανόητη σε αυτήν γλώσσα. Και τότε ήταν που χτύπησε το κουδούνι.
Άνοιξε ράθυμα την πόρτα και βρέθηκε μπροστά σε δύο από τους αυλικούς της. Μα επιτέλους που είχαν εξαφανιστεί;
Ως ένδειξη μετανοίας οι δύο νέοι της πρότειναν να τη συνοδέψουν στον πρωινό της περίπατο προς τα ανάκτορα.
Μπήκε έτσι στην υπερσύγχρονη  άμαξα της, ώσπου έφτασαν. Μόνο που δεν είχε ξαναδεί αυτό το μέρος. Εκεί άρχισε λίγο να μπερδεύεται ώσπου τις είδε.

Δύο νέες κοπέλες με στολή ήρθαν προς το μέρος της. Ήταν πράγματι πολύ ευγενικές όπως όφειλαν όλοι οι υπήκοοι απέναντι στη βασίλισσα τους. Αλλά στ' αλήθεια δε θυμόταν να έχει δώσει εντολή να φοράνε αυτές τις άσπρες στολές.

Και τότε σήκωσε το βλέμμα της προς τον ουρανό.
Ένα απαλό ψιλόβροχο είχε αρχίσει να νοτίζει το χώμα.
Πρόσεξε μια ταμπέλα πάνω από την πόρτα της εισόδου

Έγραφε:
"Ψυχής Ιατρείον".

Κατάλαβε επιτέλους. Οι αγαπημένοι της υπήκοοι  είχαν καταλάβει τον πόνο της ψυχής της.
Μα πόσο αλήθεια  τη λάτρευαν που την είχαν φέρει να γιατρευτεί για να ξαναδώσει χαρά στο βασίλειο τους.
Να γιατρευτεί από όσα μάτωναν την ψυχή της τόσα χρόνια.
Και κυρίως να γιατρευτεί από εκείνον τον παράξενο ταξιδιώτη με τα κερασένια χείλη...

Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018

Οι σκιές μας υπάρχουν γιατί υπάρχουμε εμείς



"Οὐκοῦν, ὅταν δὴ μὴ σθένω, πεπαύσομαι."

Σοφοκλής, "Αντιγόνη"

Τι φοβόταν αλήθεια; Τι; Αφού γνώριζε πως ο φόβος είναι κάτι το ανύπαρκτο. Κι όμως φοβόταν. Μέσα σε αυτή τη νυχτερινή ησυχία, μόνη της στο δωμάτιο, χωρίς ίχνος φωτός στο σπίτι οι σκέψεις της την ταλαιπωρούσαν όπως πάντα. Σηκώθηκε και άναψε ένα κερί. Το φως του τρεμόπαιξε με τη σκιά της. Ήταν πάλι η ώρα...

Ο διάλογος με τη σκιά της γνωστός. Καιρό τώρα συζητούσαν τις ανησυχίες και τις σκέψεις της για το μέλλον. Τα άγχη της και τις έγνοιες της. Και πάντα κατέληγαν στο να γίνεται αυτό που θέλει η σκιά της. Πάντα υποχωρούσε σε εκείνη. Σήμερα όμως το είχε πάρει απόφαση. Θα επαναστατούσε. Δε θα της περνούσε πάλι. Όχι κι αυτή τη φορά. 

Για αρχή της γύρισε την πλάτη. Ήταν η πρώτη φορά που το έκανε αυτό στη σκιά της. Της γύρισε την πλάτη και έμεινε ακίνητη ακούγοντας τη σιωπή. Τίποτα δε συνέβη. Ήδη, ένιωθε μια μεγάλη νίκη μέσα της. Είχε αναρωτηθεί πολλές φορές στο παρελθόν τι θα γινόταν αν γυρνούσε την πλάτη στη σκιά της. Μήπως θα την κάρφωνε με ένα μαχαίρι διαπερνώντας τα σωθικά της; Μήπως θα την έπνιγε στα βουβά, κρατώντας μονάχα μια τελευταία ανάσα για τη δική της απόλαυση;

Μα τι σκεφτόταν τόσο καιρό; Τι αηδίες; Αφού αν την σκότωνε, τότε θα πέθαινε και η ίδια.

Η σκιά της υπήρχε γιατί υπήρχε και αυτή.

Οι σκιές μας υπάρχουν γιατί υπάρχουμε εμείς.

Άξαφνα συνειδητοποίησε τη δύναμη της. Κατανόησε την εξουσία που ασκούσε πάνω στη σκιά της. Η σκιά της ζούσε από εκείνη, τρεφόταν από εκείνη, είχε δύναμη εξαιτίας εκείνης. Τότε όλο της το είναι αναθάρρησε. Πήρε μια βαθιά ανάσα και προχώρησε προς το ραδιόφωνο. Το άνοιξε στον αγαπημένο της σταθμό, αυτόν που πάντα έπαιζε κλασική μουσική. Οι νότες ξεχύθηκαν απαλές στο χώρο.

Και τότε γύρισε. Κοίταξε κατάματα τη σκιά της και την πρόσταξε να μιλήσει. Για πρώτη φορά εκείνη παρέμενε βουβή. Για πρώτη φορά δε τη διέταζε να κάνει κάτι. Ένιωθε τόσο δυνατή αλήθεια. Τόσο δυνατή. Κι όμως ξαφνικά, οι λέξεις ήρθαν στα αυτιά της.

"Τι θέλεις πάλι ηλίθια; Τι δεν κατάλαβες; Νόμιζες πως θα με νικούσες με τα τεχνάσματα σου;"

Όχι, όχι δεν ήταν δυνατόν. Ένας αδιόρατος φόβος έσφιξε την καρδιά της. Δε μπορούσε να συμβαίνει. Αφού είχε σταματήσει να φοβάται. Αφού τώρα πια ήταν δυνατή.
Η σκιά όμως συνέχιζε χτυπώντας όλες τις αδυναμίες της.

"Είσαι μια χοντρή, κακομούτσουνη, με πεσμένα βυζιά και κυτταρίτιδα. Είσαι ένα τίποτα, ένα σκουπίδι, ένα μηδενικό. Ό,τι σου συμβαίνει το αξίζεις. Έτσι σου πρέπει, να σκύβεις το κεφάλι και να μην αντιμιλάς. Να ματώνει το σώμα και η ψυχή σου και εσύ να το βουλώνεις. Πήγαινε τώρα να πάρεις την εκδίκηση σου εκεί που νομίζεις ότι αυτό είναι εφικτό. Με εμένα όμως, θα είσαι πάντα δεμένη, πάντα υπάκουη. Θα φτάσεις στο άλλο άκρο του κύκλου. Θα φτάσεις να με αγαπάς."

Κοίταζε τη σκιά της με μάτια βουρκωμένα. Αυτή ήταν η χοντρή, αυτή ήταν η ανάξια, αυτή ήταν το τίποτα. Παραδόθηκε στη δύναμη της μουσικής. Μέσα της φούντωνε η οργή. Κάποιος θα την πλήρωνε πάλι. Κάποιος άλλος εκτός από τη σκιά της...

Αλήθεια όμως. Ως πότε θα υποχωρούσε; Ως πότε θα ήταν υπάκουη; Ως πότε θα φοβόταν τη σκιά της; Πήρε μια βαθιά ανάσα. Οι μελωδίες γαλήνευαν την ψυχή της. Σιγά σιγά, δειλά δειλά, άρχισε να ψιθυρίζει...

ταν δὴ μὴ σθένω, ὅταν δὴ μὴ σθένω..."

Σαν πρόσωπο αρχαίας τραγωδίας άρχισε να λικνίζεται στο ρυθμό των οργάνων της ορχήστρας.

"Τι κάνεις εκεί ηλίθια;"
"Χορεύω"
"Και τι νομίζεις ότι θα καταφέρεις;"
"Όταν δὴ μὴ σθένω, ὅταν δὴ μὴ σθένω..."
"Είσαι ηλίθια"
"Μπορεί. Τώρα όμως χορεύω. Και εσύ ..."
"Και εγώ;"
"Εσύ..."
"Εγώ;"
"Εσύ , σκάσε πια! Βούλωσε το!"

Ο χορός της έγινε όλο και πιο γρήγορος, όλο και πιο έντονος.
Τώρα πια δεν υπήρχε αυτή, δεν υπήρχε η σκιά της.
Τώρα πια ο κόσμος ήταν μονάχα ήχος , ο κόσμος ήταν μονάχα μουσική.
Άρχισε να στριφογυρνά γύρω από τον εαυτό της.
Είχε χαθεί, δε χόρευε, δεν πατούσε στη γη. Δεν υπήρχε πια εκεί.
Αισθανόταν τις δυνάμεις της να την εγκαταλείπουν.
Ζαλιζόταν.
"Όταν δὴ μὴ σθένω..."
Σιγά σιγά πήρε να ξημερώνει.
Το κερί είχε εδώ και ώρα λιώσει.

Ώρες, μέρες, εβδομάδες μετά βρήκαν δίπλα της ένα χαρτί.
Είχε γραμμένη μία μονάχα λέξη:

επαύσομαι".

Οι Ισμήνες τριγύρω τότε είπαν:

"Ἀρχὴν δὲ θηρᾶν οὐ πρέπει τἀμήχανα".

Είχε πάλι όμως πέσει η νύχτα. Το θρόισμα των φύλλων, ο αχός των κυμμάτων, οι στάλες της βροχής έφερναν το μήνυμα. Το μήνυμα που καθόριζε το τέλος. Το μήνυμα που άκουσαν οι Ισμήνες και έσκυψαν υπάκουες το κεφάλι:

"Όταν δὴ μὴ σθένω..."

Δευτέρα 9 Ιουλίου 2018

Της μοναξιάς τ' ανάλαφρα χνάρια


Ξύπνησε βρίσκοντας άδειο το κρεββάτι από τη μοναξιά του.
Του φάνηκε περίεργο γιατί την είχε συνηθίσει. Σε μια άλλη πραγματικότητα το κρεββάτι θα ήταν αυτό που θα ξυπνούσε αφήνοντας τον άνθρωπο στη μοναξιά της ύπαρξης του.
Ας είναι.
Ακόμα δεν άλλαξε ο κόσμος.
Ακόμα.

Εδώ και εκεί πουλιά τριγυρνούσαν ερωτοτροπώντας δειλά με το φως που αχνοφαινόταν μέσα από τα κλαδιά των δέντρων. Ποτέ δεν έμεναν στο ίδιο κλαδί, ποτέ δεν έμεναν πολύ.
Έτσι ζούσαν τη φύση τους.
Κι ας έχουν σε ένα μέρος μόνο τη φωλιά τους.

Ας επιστρέψουμε σ' εκείνον όμως.
Ποιος τον ξέρει;
Ποιος τον είδε;
Για ποιο κόσμο πλάστηκε;
Το μόνο που ξέρουμε γι αυτόν είναι το ξύπνημα του σ' ένα άδειο κρεββάτι
αφού η μοναξιά του επέλεξε κι απόψε αλλού να κοιμηθεί.
Και ίσως να μη μάθουμε τίποτα περισσότερο ποτέ.
Ίσως να μη γίνει ποτέ σε εμάς γνωστό ότι κάθησε κάτω από ενα παγκάκι στον ίσκιο ενός γερασμένου δέντρου αγναντεύοντας τη θάλασσα πριν εκείνη πάρει όλες τους τις σκέψεις.
Ίσως να μη μάθουμε ποτέ ότι δείπνησε με τις νεράιδες των δασών που πλάστηκαν από αστρόσκονη.

Ίσως το μόνο που να μας αρκεί να είναι η μοναξιά του ειδώλου του, ο αντικατοπτρισμός της σκέψης του στον καθρέφτη της ύπαρξης του. Και ίσως να μην είναι όσα νομίζουμε. Ίσως να μην είναι όσα φαίνεται. Ίσως να είναι κάτι άλλο τελικά.

Μας αρκεί;
Ναι; Όχι; Γιατί;
Μα ποιοι στο κάτω κάτω είμαστε εμείς που θέλουμε να μάθουμε;
Τι μας ενδιαφέρει;
Τι γέννησε την περιέργεια μας;
Γιατί; Γιατί; Γιατί;

Κι ύστερα
Αυτός
Το μόνο που θέλησε
ήταν ξυπνώντας να βρει στο πλάι του τη μοναξιά του.
Ήταν ξυπνώντας
να την κοιτάζει κατάματα και να αφήνει ελεύθερες τις σκέψεις του
σαν τα ελεύθερα πουλιά που ερωτοτροπούσαν με τα δέντρα
ελεύθερα ν' αφήσει τα λόγια και τα μάτια του να στήσουν χορό
πάνω στ' αόρατο κορμί
πάνω στους αόρατους ιστούς που είχαν υφάνει την ψυχή του.

Κι ύστερα έβλεπε πάλι τα σεντόνια αδειανά και τσαλακωμένα
του έμοιαζαν σα να είναι τα σάβανα των ονείρων του
σαν τα κύματα της θάλασσας
που σκέπαζαν σαν πέπλα την πραγματικότητα του.

Κι έτσι σηκώθηκε
αφού στην μοναξιά του έδειξε άλλο δρόμο
και κατέβηκε στη θάλασσα.

Έκατσε στο παγκάκι του και κοίταζε με τις ώρες.
Άκουγε τα λόγια της.
Άκουγε τη μουσική της.
Αρχαϊκοί μονόλογοι νανούριζαν την ψυχή του.

Ξαφνικά του φάνηκε όλος ο κόσμος ένα τεράστιο σκηνικό.
Μπροστά του, μέσα στη θάλασσα παιζόταν η παράσταση.
Και αυτός πρωταγωνιστής μαζί και θεατής.
Λαθρεπιβάτης ενός πλοίου χωρίς προορισμό,
χωρίς εισητήριο.

Και όμως έβλεπε την πιο ωραία παράσταση που είχε δει μέχρι τότε στη ζωή του.
Στο άδειο κρεββάτι εκείνος.
Η μοναξιά του όρθια.
Και μέσα στο σκοτάδι άκουγε τα λόγια αρχαίας τραγωδίας.
Σηκώθηκε και προχώρησε προς τη θάλασσα.
Το νερό κρύο ακούμπαγε το σώμα του.
Τα κύματα σηκώθηκαν καλύπτοντας τη σκηνή.
Και χάθηκε σε έναν ύπνο
-ή μήπως ήταν ξύπνιος;-
δίχως όνειρα.
Ακούγοντας μονάχα τη μοναξιά του
να σιγοπερπατά καθώς άφηνε άδεια τα σεντόνια της νύχτας να τον καλύψουν
καθώς την έβλεπε να φεύγει μέσα στο σκοτάδι
αφήνοντας άδειο δίπλα του το κρεββάτι.